" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΞΩΤΙΚΑ

ΤΟ ΠΕΙΡΑΣΜΙΚΟ

Σ’ ένα χωριό ήταν μια γυναίκα χήρα κι είχε ένα παιδί και τση πέθανε. Κι η μάνα του μοιργιολόγαε μεσάνυχτα. Τότες ήταν τα δωδεκάημερα και τση παρουσιασ’κε μια γυναίκα με τη ρόκα γνέθουντας κι έκατσαν και κουβέντιασαν πολλήν ώρα. Κι η γυναίκα αυτή όμοιαζε με μια γειτόν’σσά τ’ς. Κι όντας κίν’σε να φύει άφ’κε τη ρόκα μέσα και κατούρησε πίσω τη θύρα. Πάει στο νεκροταφείο κι έβγαλε το παιδί από τη γούρα και το πήρε.

Η χήρα μοτ’ είδε τη γυναίκα που κατούρ’σε στη θύρα κι έφ’γε έτρεξε σε μια γειτόν’σσα και τσ’ είπε: -έρθ’ η κυρά, εννοώντας τη γειτόνισσα, κάτσαμαν, κουβεντιάσαμαν, κι έπ’ τα σ’κώθ’κε, αφ’κε τη ρόκα μέσα και κατούρ’σε στη θύρα κι έφ’γε. Κείνη κατάλαβε όπου η γυναίκα που τση πάει ήταν πειρασμικό, παγανιά, και τση λέει τση χήρας: - Φέα γλή’ορα, βγαλ’ τη ρόκα και το κάτ’ρο όξω γιατί αυτή ήταν πειρασμικό.

Αρέντα η χήρα πααίν’, πετάει τη ρόκα όξω, βγάζ’ και το κάτ’ρο με το τσαπί, γιατί ήταν στρωτό το σπίτ’ κι έκατσε.

Η παγανιά φέρ’ το παιδί τ’ς απόξω και φωνάζ’ :

-Κυρά, ωρ’ κυρά, άνοιξε μωρή.

Η χήρα δεν απολογιούνταν. Ίτσ’ κρισ’.

-Άνοιξε εσύ κάτ’ρο, λέει του κάτ’ρου.

-Ειμαι όξω, τσ’ τση λέει εκείνο, πώς ν’ ανοίξω;

-Αν’ξε συ ρόκα, κραιν’ τση ρόκας.

-Είμαι όξω, τσ’ απολογιέται εκείνη.

-Τι να σου κάμω τώρα καημέν’ λέει η παγανιά τη χήρα, α δε σ’ έκανα νάτρω’ες το παιδί σ’, και σκώθ’κε κι άφ’κε το παιδί απ’ όξω.

Το πουρνό που σκώθ’καν πήραν το παιδί και τόθαψαν.

Γι αυτό ούτε ψέλλ’ν τσου πεθαμέν’ς ούτε μοιργιολογάν τα δωδεκάημερα ούτε καν’ να βγαίν’ όξω τη νύχτα κα’ένας…

Σπύρου Μουσελίμη, Το Πόποβο, Ιστορική μονογραφία, Γιάννινα 2001, σ. 143-144.

Δεν υπάρχουν σχόλια: