" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Πρωινό στην παλιά Σαγιάδα

Χτες το πρωί, ανηφορίσαμαν για καφέ στην παλιά Σαγιάδα.
Αφορμή για κουβεντολόι και παλιές ιστορίες:


                            Η ΑΓΙΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Τον παλιό καιρό, ένας τσομπάνος που βόσκαγε τα πρόβατα του χωριού στα κατσάβραχα πάνω απ' τη Σαγιάδα, είδε με το κάτσιμο του ηλιού στον απέναντι γκρεμό, ένα φως. Παραξενεύτηκε. Ποιος να σκαρφάλωσε εκεί τέτοιαν ώρα;
Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια.
-Ε! είπε. Θα πάω να δω.
Σκαρφάλωσε στο γκρεμό εκεί που έφεγγε το φως, και τι να δει: Μια παλιά εικόνα, στέκουνταν σ' ένα μικρό βαθούλωμα στο βράχο.
Έκαμε το σταυρό του και την έβαλε στο σακούλι του. Κατέβηκε στο χωριό και τράβηξε για τον Άι-Γιώργη. Εκεί βρήκε τον παπά που μόλις είχε σκολάσει τον εσπερινό.
Το και το τούπε. Η εικόνα έστεκε πάνω στο βράχο.
Ο παπάς την πήρε στα χέρια του και την κοίταξε. Λιγογράμματος, αλλά γνώρισε με το πρώτο την Αγία Παρασκευή. Στα χέρια της κράταγε το δίσκο με τα μάτια που της είχανε βγάλει οι αντίχριστοι. Έκαμε κι αυτός το σταυρό του και την προσκύνησε.  
Άνοιξε πάλι την εκκλησιά κι έβαλε την εικόνα πίσω από την αγία τράπεζα.
Την άλλη μέρα με τον όρθρο, σαν κάτι να τον έτρωγε, πήγε ίσια στην εικόνα.
Άφαντη!
-Θεέ και κύριε! μολόησε κι έκανε τρεις βαθιές μετάνοιες. Άγια μου Παρασκευή, μεγάλη η χάρη σου!
Το απόγιομα, σκόλασε τον εσπερινό, μα δε βιάστηκε να φύγει. Περίμενε τον τσομπάνο. Αυτός, φάνηκε μόλις μούσγκωσε να ροβολάει από τα κοντράκια.
Έβγαλε απ' το σακούλι του την εικόνα.
-Γύρισε πάλι... Τούπε.
-Το ξέρω, του απάντησε κοφτά ο παπάς και την έβαλε πάλι μέσα στο ιερό.
Την άλλη μέρα το πουρνό, ήταν σίγουρος, κι έτσι δεν ξαφνιάστηκε όταν δεν βρήκε την εικόνα. Είχε τραβήξει πάλι για τα μέρη της, πάνω στα βράχια.
-Όπως θέλεις εσύ Κυρά μου, είπε λίγο νευριασμένος. Δε σ' αρέσει η εκκσιά. σύρε στα πουρνάρια!
Από τότες όλοι οι χωριανοί σκαρφάλωναν στα κατσάβραχα για να προσκυνήσουν τη χάρη της. Η μικρή τρύπα που μέσα της βρέθηκε η εικόνα, σιγά-σιγά μεγάλωνε, ώσπου έγινε μια μικρή σπηλιά στο γκρεμό. Ανεβοκατέβαινε κόσμος και κοσμάκης, και κανένας δεν έπαθε τίποτα.
Ώσπου μιά φορά, τσ' έπεσε μιας μικρομάνας το βυζανιάρικο μαζί με τη σαρμανίτσα στο γκρεμό! Γούργιαξε αυτή και πήγε να το μάσει.
Όταν τόφτακε το κούτσικο χαμογέλαγε.
Δεν είχε ούτε μια γκρατζουνιά σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια: