" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Δευτερολογία για τη «Μουργκάνα»


Αντί Τεύχος 767 (12 Ιουλίου 2002)
Δευτερολογία για τη «Μουργκάνα»
της Αγγέλας Καστρινάκη

Διαβάζω στο Αντί, τχ. 765 (Ιούνιος 2002), το οργισμένο και κάπως προσβλητικό για μένα, σε ορισμένα σημεία, κείμενο της κυρίας Τζένης Οικονομίδη για τη «Μουργκάνα» του Χατζή, που απαντά στο περσινό δικό μου άρθρο με το ίδιο θέμα. Δεν έχει νόημα βέβαια να επαναλάβω μια ήδη κατατεθειμένη άποψη για το έργο αυτό του Χατζή, στην οποία μπορεί εύκολα να ανατρέξει ο αναγνώστης. Επειδή τυχαίνει όμως εν τω μεταξύ να έχω συμπληρώσει το δημοσιευμένο κείμενο, με αφορμή μια παρατήρηση της Έρης Σταυροπούλου,[1] μου φαίνεται κατάλληλη ευκαιρία να παραθέσω εδώ αυτό το καινούριο επιχείρημα, μια και διευκρινίζει ένα σημείο στο οποίο η «συνομιλήτριά μου» (αν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό) κυρία Οικονομίδη έχει ενστάσεις. Έγραφα λοιπόν ότι στη «Μουργκάνα» ο Χατζής παρουσιάζει τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού να τραγουδάνε διαρκώς, σε μια προσπάθεια να δηλώσει την αισιοδοξία τους, το υψηλό ηθικό τους, την ημεράδα τους, την πίστη στη νίκη, συναισθήματα για τα οποία μπορούμε να έχουμε κάποιες αμφιβολίες, με δεδομένο το γεγονός της ολοφάνερα δυσμενούς εξέλιξης του πολέμου. Το συμπλήρωμά μου τώρα έχει ως εξής:
«Πόσο αλλιώτικα είχε χειριστεί ο Χατζής το θέμα στη Φωτιά, όταν στο τέλος του αφηγήματος περιέγραφε τα γεγονότα του Δεκέμβρη, είναι χαρακτηριστικό. Εκεί οι αγωνιστές δεν τραγουδάνε ποτέ, ούτε καν μιλάνε. Αντίθετα νιώθουν μίσος -μια έννοια που δεν υπάρχει στη “Μουργκάνα”- και δρουν με άφωνο πείσμα: “Το νιώθει μέσα της [η ηρωίδα], ολόγυρά της, παντού, αυτό το μίσος. Είναι πάνω στα λόγια τους και στα πρόσωπά τους ολουνών. Μπουκάρει μέσα στο νοσοκομείο με τον παγωμένο βοριά του Δεκέμβρη κάθε φορά που ανοίγουν την πόρτα για να κουβαλήσουν τους καινούριους λαβωμένους απ’ τα οδοφράγματα, βρόμικους κατατσακισμένους. Χωρίς να μιλάνε πολλά τους αφήνανε και φεύγανε βιαστικά για να γυρίσουν ύστερα ξαναφέρνοντας άλλους (...) Ποτές δε γκρινιάζουν, πότες, δε βογκάνε. Και δεν τραγουδάνε (...)· μάθανε να σφίγγουν τα δόντια και να σωπαίνουν.”[2]
Σε παρόμοια περίσταση λοιπόν, επίσης εμφύλιας σύρραξης, ο Χατζής παρουσιάζει τους αγωνιστές του βωβούς, βωβούς από τη συναίσθηση μιας τόσο δυσάρεστης (ίσο και αναγκαίας ενέργειας. Η διαφορά ανάμεσα στη σιωπή της Φωτιάς και στο ασταμάτητο τραγούδι της “Μουργκάνας” προκύπτει από μια αντιστρόφως ανάλογη αισιοδοξία: σε μια εποχή όπου στον εμφύλιο έμοιαζε να υπερισχύει η αριστερά, παρά την πρόσκαιρη ήττα, ο συγγραφέας μπορούσε να πλάσει τους ήρωές του με βαρύθυμη συνείδηση του προβλήματος· αλλά σε μια εποχή ήττας κάθε συναίσθηση της κατάστασης όφειλε να αποκρυβεί. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των αγωνιστούν: το 1945 (οπότε γράφεται η Φωτιά) μπορούσαν να παρουσιάζονται “βρώμικοι” και “κατατσακισμένοι”, το 1948 όχι. Όσο για το “μίσος”, αν δεν αυξήθηκε, πάντως δεν μειώθηκε ανάμεσα στον Δεκέμβρη και στη Μουργκάνα - όμως στο δεύτερο κείμενο θεωρείται σκόπιμο να αποσιωπηθεί πλήρως.»
Η σύγκριση των δύο κειμένου του Χατζή δείχνει, πιστεύω, εύγλωττα τις διαφορετικές πολιτικές ανάγκες στις οποίες επιδιώκει να ανταποκριθεί καθένα από αυτά. Λίγο πριν τη μεγάλη, τελειωτική ήττα η αισιοδοξία οφείλει να ακουστεί στη διαπασών. Αυτό δοκίμασα να δείξω. Το ότι «με καθηγητική αυστηρότητα» ζητάω από τον Χατζή να «παραδειγματιστεί» από τον Ρένο Αποστολίδη, να χαμηλώσει τους τόνους του, να αποκτήσει αντιπολεμική διάθεση, ακόμα και να αυτοκαταργηθεί, αποτελεί μια ακραία παρανόηση του δικού μου κειμένου, παρανόηση που δείχνει ότι η συνομιλήτρια δεν μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα στην επισήμανση και στην υπόδειξη, ανάμεσα στη συμπάθεια και στην πλήρη ταύτιση. Συμπαθώ αλλά δεν ταυτίζομαι: αυτό είναι το δικό μου σημείο εκκίνησης.
Όμως πίσω από την οργισμένη αντίδραση της κυρίας Οικονομίδη λανθάνει ακριβώς η απαίτηση της ταύτισης. Μου προσάπτει ότι κρίνω τον Χατζή «από μια πολιτική αντιπαλότητα θέσεων» και θεωρεί ότι δεν είναι «παρούσες και διαφανείς», ως όφειλαν, οι πολιτικές μου απόψεις. Για χάρη της διαφάνειας λοιπόν, και επειδή δεν γίνεται εδώ και τώρα να προβώ σε δήλωση πολιτικής ταυτότητας, μπορώ να παραπέμψω την κυρία Οικονομίδη και όποιον άλλο επιθυμεί σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο μου στην Αυγή, με τίτλο «Μαθητεία στην Αριστερά»,[3] όπου θα διακρίνει, ελπίζω, σε ποιου είδους Αριστερά πίστευα και πιστεύω. Με βάση αυτί) την αντίληψη βλέπω, νομίζω, και τον εμφύλιο: με ψυχραιμία και χωρίς οργή για τους αντιπάλους. «Αντίπαλοι» παραμένουν συναισθηματικά οι δεξιοί, προσπαθώ ωστόσο και αυτούς να τους εννοήσω. Ίσιος βέβαια -δεν το παραγνωρίζω- βρίσκομαι σε πιο ουδέτερη θέση, καθότι οι γονείς μου δεν μεγάλωσαν κάτω από την απειλή των τρομοκρατούν της δεξιάς, όπως φαίνεται να συνέβη με την κυρία Οικονομίδη.
Η απαίτηση της ταύτισης όμως, που χαρακτηρίζει την ηπειρώτισσα συνομιλήτριά μου, έχει και μιαν άλλη παράμετρο: ο Χατζής έχει αναχθεί σε πρόσωπο ιερό, του οποίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε το νυχάκι. Τι να κάνουμε όμως που και οι καλύτεροι έχουν αδυναμίες; Μια προβληματική συγγραφική στιγμή (απόλυτα κατανοητή, έτσι κι αλλιώς), ή μια νευρική διαταραχή. Ο Χατζής, όταν βρέθηκε στο βουνό το ’48, έπαθε κατά πάσα πιθανότητα «πολεμίτιδα», μια νευρική κατάρρευση. Το θέμα αυτό το έχω συζητήσει με τον καθόλα αναμάρτητο απέναντι στον Χατζή Νίκο Γουλανδρή. Νομίζω πως κι αυτό το στοιχείο, που το χρησιμοποιώ εντελώς επικουρικά, μας βοηθά κάπως να καταλάβουμε το κλίμα μέσα στο οποίο γράφτηκε η «Μουργκάνα». Πρέπει να το αποκρύψουμε ή να αποδώσουμε την ταραχή του Χατζή στην εκτέλεση του αδελφού του, όπως θέλει η κυρία Οικονομίδη: Αντίθετα, νομίζω πως αυτές οι «ανθρώπινες» και κάθε άλλο παρά προσβλητικές όψεις των προσώπων και των πραγμάτων μάς βοηθούν και να κατανοήσουμε την ιστορία και να συγκροτήσουμε μια κουλτούρα ειλικρινούς συνομιλίας.


[1] Η Έρη Σταυροπούλου παρατηρεί ότι στη Φωτιά οι αγωνιστές χαρακτηρίζονται από μια επίμονη σιωπή: Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής, Αθήνα 2001, σ. 217.
[2] Δημήτρης Χατζής, Φωτιά, Αθήνα 1946, σ. 137.
[3] Kυριακάτικη Αυγή (Ενθέματα), 11.6.2000.

Δεν υπάρχουν σχόλια: