" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΗΣ

                                                 (αρχείο: Μάριος Μπίκας)

ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΗΣ

Ο Σπύρος Ν. Κόκκορης γεννήθηκε στα Σαμέτια Παραμυθιάς το 1918 κι εκεί μεγάλωσε και τελείωσε το Γυμνάσιο Παραμυθιάς. Τελείωσε αργότερα την Ακαδημία και τη Στρατιωτική σχολή Σύρου.
Ήταν ασυμβίβαστος στην αδικία, μισούσε την εκμεταλλεύτρια τάξη, που την έβλεπε στυγνή και ανάλγητη στον ίδιο του τον πατέρα, υπάλληλο των αρχόντων της περιοχής της Παραμυθιάς. (Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος του μεγαλέμπορου Ρίγγα).
Ήταν από τους πρώτους που βγήκαν στο βουνό στη διάρκεια της κατοχής και υπηρέτησε στον Ε.Λ.Α.Σ. στο εαμικό κέντρο στα Πράδαλα. Στις σκέψεις για την οοργάνωση του μεταπολεμικού κόσμου, τόνιζε τα βράδια στις συζητήσεις με τους συναγωνιστές του τους ρόλους που θα είχε ο καθένας. Σε κάποιον έδωσε τη θέση του πρεσβευτή στα…Τίρανα, αλλά δεν του άρεσε γιατί την βρήκε μικρή!
Όταν στο Λευτροχώρι πολεμούσε εναντίον των Γερμανοτσάμηδων, τραγουδούσε το τραγούδι  : 
Πού πάτε Τούρκοι, Γερμανοί,
πού πατ’ Αρβανιτάδες.
Εδώ τζαμιά δεν έχουμε,
να ’ρθεις να προσκυνήσεις…
Κατέφυγε στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας από το οποίο ήρθε στην Ελλάδα το Φθινόπωρο του 1946 ύστερα από 43 μέρες πορεία! Με την ομάδα του Μήτσου Κύρλα προσπάθησε να οργανώσει επαναστατική βάση στην περιοχή της Δωδώνης, της Λάκκας Σουλίου και της Ντουσκάρας. Η περιοχή όμως ήταν γεμάτη από ΜΑΥδες και Εδεσίτες κι έτσι αναγκάστηκε να πάει στα γνωστά του μέρη στη Θεσπρωτία.
Λαθεμένα οι διώκτες του νόμισαν ότι τον είχαν σκοτώσει και ανήγγειλαν το θάνατό του στην εφημερίδα «Κήρυξ» 24-12-46:
«….Η 8η μεραρχία ανακοινώνει: Την 16ην ώραν της 20 τρέχοντος δύναμις του σταθμού χωροφυλακής Κουρέντων συνεπλάκη μετά συμμορίας Κοκκορη-Κύρλα εις περιοχήν δυτικώς Κουρέντων….Εις δευτέραν συμπλοκήν καταδιωκτικού αποσπάσματος εσπερινάς ώρας 22 τρέχοντος εις περιοχήν Ζαγόρτσας εφονεύθη ο αρχισυμμορίτης Κόκορης Σπυρίδων Δημ/λος εκ Παραμυθιάς…»
Από τότε έζησε σκληρά στο ύπαιθρο ή σε υπόγεια κρυμμένος, βρεγμένος, κρυωμένος.
 (έζησε το διάστημα αυτό μεταξύ Πέρδικας και Παραμυθιάς) υπέφερε τα πάνδεινα απομονωμένος και χωμένος σε κρύπτες και μόνο οι παλιοί του συναγωνιστές από τον Ε.Λ.Α.Σ. τον διατήρησαν στη ζωή.
Το μέτρο της αντοχής αυτού του αδύνατου μα σκληρού αγωνιστή δεν δίνεται εύκολα.
Βαθιά  πιστός στο κόμμα του, ονόμαζε «γιδολαό» τους συμπατριώτες του που δεν ένιωθαν, όσο αυτός, το νόημα του αγώνα και δεν ακολουθούσαν τις ιδέες του.
Ο Σπύρος Κόκορης συμμετέχοντας στο απόσπασμα Σουλίου υπό τον Πολυχρόνη Βάη (Πετρίτη) ως επίτροπος τάγματος, έδωσε πολλές μάχες στην περιοχή που γνώριζε καλά. Τον Ιούλιο του 1948 ο στρατός έστειλε πολλές δυνάμεις στο Σούλι και η παραμονή των ανταρτών έγινε πολύ δύσκολη. Έτσι αποφάσισαν να ελιχθούν προς τον Καλαμά. Ο Σ. Κόκκορης ήταν στην Κουμαριά, συγκρούστηκε με τις ΜΑΥ και προσχώρησε κι ενώθηκε με την υπόλοιπη φάλαγγα των ανταρτών στην Ζαγόρτσα. Από κει το συγκρότημα έφτασε στον Μέγα Λόγγο, όπου έμεινε μια μέρα, προχώρησε ύστερα στην Αραχωβίτσα, πέρασε το δημόσιο δρόμο στους μύλους της Παλιουρής κι έφτασε στα Ρίζια. Εκεί στις 23 Ιούλη 1948 σκοτώθηκε ο Σπύρος Κόκκορης από αδέσποτη σφαίρα. Η απώλεια του θεωρήθηκε μεγάλη, κοντά στο νεκρό έτρεξαν οι στρατιώτες. Οι σύντροφοί του μαζί με την αδερφή του, προσπάθησαν να πάρουν το πτώμα του και το σάκο με τα χαρτιά του, αλλά πρόλαβαν οι άλλοι και τον σκύλεψαν. Το κεφάλι του σύρθηκε στους δρόμους ως τρόπαιο.
Οι υπόλοιποι μεταφέροντας τραυματίες κι επιστρατευμένους πέρασαν από το Ράικο στη Μουργκάνα. Λίγες μέρες αργότερα σκοτώθηκε κι ο αδερφός του Σπύρου, ο Παύλος Κόκκορης. Στη Γρανιτσοπούλα έγινε ανασυγκρότηση και τον Αύγουστο το συγκρότημα επέστρεψε πάλι στο Σούλι.
Ο Σπύρος Κόκκορης, ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης πεζικού του ΔΣΕ τιμημένος νεκρός.
                                                              σε Ζιάγκος Αντίσταση, II, 22

[Από το βιβλίο της ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ. κεφάλαιο ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ]
Τα στοιχεία από Ζιάγκος, Αντίσταση, II, σ.22-23, Ζιάγκος Εμφύλιος, I,171, 214, 313-314. Μάριος Μπίκας, http://www.margariti-gr.de και Ήρωες και Μάρτυρες.

2 σχόλια:

Μάνθος είπε...

Κύριε Πασιάκο καλησπέρα σας.Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθώ,τις αναρτήσεις σας ,όσον αφορά γεγονότα και πρόσωπα κατά την περίοδο της αντίστασης και του εμφυλίου στην Θεσπρωτία.Αν και ιστορικά με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η συγκεκριμένη περίοδος,βιβλιογραφικά μάλλον,οι αναφορές είναι λίγες για την περιοχή.Συνεπώς,το νέο σας συγγραφικό πόνημα,θα κεντρίσει το ενδιαφέρον σ'όλους τους ερευνητές και λάτρεις της ιστορίας να γνωρίσουν καλύτερα την Θεσπρωτία.Με φιλικούς χαιρετισμούς,Μπουκουβάλας Μάνθος.

ΠΠΔ είπε...

Το βράδυ της 6ης Ιουλίου 1948 ο Κόκκορης με την ομάδα του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά σε ένα τμήμα του Στρατού που είχε οχυρωθεί στην κορυφή του βουνού Βεντερείκος, ακριβώς πάνω από το χωριό Πολύδροσο, τότε Βλαχώρι. Ήταν οι λεγόμενοι "Γερο-σοφούληδες " επειδή προέχρονταν από επιστρατευμένους παλαιότερων κλάσεων και εύκολα τους ξετόπισαν οι αντάρτες . Το επόμενο πρωί τα δυό παιδιά του παπου-Γρηγόρη ( Μαρτίνη) Βάιος και Βασίλης 22 και 17 χρονών αντίστοιχα που είχαν τα χωράφια και τα ζώα τους καμιά 500 μέτρα πιο χαμηλά , όπως συνήθιζαν κάθε μέρα , ανέβηκαν προς την κορυφή , οι αντάρτες όμως τους κράτησαν και δεν τους άφησαν να φύγουν. Μετά από λίγες ώρες αφού ετοιμάστηκαν ξεκίνησαν πορεία με κατεύθυνση τη Βρυζάχα και τα παιδιά τα πήραν μαζί τους. Πήραν μάλιστα για οδηγό τον Τάση Μαρτίνη που είχε και αυτός στην περιοχή το βιός του. Σε φάλλαγγα κατ' άνδρα πέρασαν από το Μοναστήρι , τη Βλάχα και λίγο ακόμα που θα σκαπέταγαν στη ράχη στο Ποντίκι κατά το Πάνω -Ζάλλογγο, ο Βάιος που ήταν προς το τέλος της φάλλαγγας πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει, τόσκασε στον κατήφορο τρέχοντας. Πίσω του ο οπλισμένος αντάρτης του φώναξε να σταματήσει , του ξεστόμισε και κάτι βλαστήμιες και αμέσως μετά έριξε μια ριπή 4-5 βολές. Ήταν τη στιγμή που ο Βάιος πήδαγε έναν κορμό πεσμένου δένδρου που του έφραζε το δρόμο, αν περνούσε από κάτω του δεν θα τον πετύχαινε η σφαίρα, θα γλύτωνε . Με τη φόρα που είχε σύρθηκε καμιά 50ριά μέτρα πιο κάτω στο λάκκο , εκεί ξεψύχησε. Πήγανε εκεί οι αντάρτες τον είδαν τελειωμένο , του πήραν και τα χοντροπάπουτσα που φόραγε. Ο Κόκορης όταν απάλλαξε τον Τάση Μαρτίνη από την αγγαρεία του είπε " θα μας έκανε ζημιά αν γλίτωνε , άντε να πάτε να τον πάρετε από εκεί" . Ο μικρός αδερφός τους Βαγγέλης ήταν τότε 12 χρονών και τα έβλεπε όλα απέναντι από τη ράχη στις Παλιοστάνες. Ο Βασίλης δεν αποπειράθηκε να φύγει , ακολούθησε τους αντάρτες , του δώσανε και όπλο , αλλά βρήκε μια ευκαιρία κάπου εκεί στα Κουρεντοχώρια τόσκασε και γύρισε στο χωριό, ήδη ο Κόκκορης είχε σκοτωθεί.