" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Αρετή Σκεύη


Η Αρετή Σκεύη από του Λιά, με τους μαθητές της, φωτογραφημένη το 1949.

Το χιτώνιο
Ή «Ποιος θα μου δώσει πίσω τα παιδικά μου χρόνια»;

… «Ήταν 1η του Απρίλη του 1948. Ωραία ανοιξιάτικη μέρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Όμως στο χωριό μας και στη γύρω περιοχή γίνονταν χαμός. Το χωριό μου είναι ο Λιάς, ένα μικρό χωριό ψηλά στη Μουργκάνα, στην Ήπειρο. Τρομεροί βομβαρδισμοί από τα αεροπλάνα που χτύπαγαν τους αντάρτες. Έτρεμε ο τόπος.
Ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών τότε. Είχα βγάλει τα πρόβατά μου πάνω σ’ ένα σιάδι, κι ο ήλιος δεν είχε βγει ολόκληρος και ήρθε ο “γαλατάς”.
Μετά τον “γαλατά”, ήρθαν τρία αεροπλάνα, βομβαρδιστικά. Πρόλαβα και μπήκα κάτω από μια γράβα. Αν δεν είχα κρυφτεί εκεί θα είχα σκοτωθεί. Σκοτώθηκαν πάνω από δεκαπέντε ζώα. Σκοτώθηκε το σκυλάκι μου, που γάβγιζε τους “σιδερένιους αητούς”.
Όταν ησύχασε κάπως, έσπρωξα τις προβατίνες τις ψόφιες, βγήκα έξω, πήρα το σκυλί στην αγκαλιά μου κι άρχισα να μοιρολογάω, όπως μοιρολογάνε οι γυναίκες στην Ήπειρο. Ακούω να με φωνάζει κάποιος: “Αρετή, γρήγορα πρέπει να φύγετε. Το χωριό θα πέσει στο στρατό, και αλίμονο στις αριστερές οικογένειες”.
Ο πατέρας μου ΕΛΑΣίτης από το 1945 ως το 1960 ήταν σε καταδίωξη, ήτανε σε εξορία. Συνέχεια τον παρακολουθούσε η αστυνομία. Τον είδα όταν ήμουνα 14 χρονών και τον ξαναείδα όταν έγινα 46, το 1977. Μετά από ένα χρόνο πέθανε.
Κατέβηκα στο χωριό τρέχοντας, και βλέπω τον πάππου μου, που ήταν εκατό χρονών, να κρατάει το Θοδωρή από το χέρι, η μάνα μου να κρατάει τον Κωστάκη, που ήταν 6 χρονών, πολύ αδύνατος, κι εγώ φορτώνομαι τον αδερφό μου το Γρηγόρη στην πλάτη, γκότσια που το λέμε στο χωριό μου, και ξεκινάμε. Ο πάππους μου ήταν ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων και πέθανε στο Κρνοβ, στην Τσεχία, το 1954.
Η μάνα μου είχε ένα μπογαλάκι στα χέρια της. Εκεί είχε τα νυφικά της, που τα αλλάξαμε μετά στην Αλβανία για δυο κιλά αλεύρι. Και λυπάμαι όταν το σκέφτομαι. Καλύτερα να μην είχα φάει δυο βδομάδες παρά αυτά τα ρούχα που αλλάχτηκαν. Βρεθήκαμε στην Αλβανία τα χαράματα.
Από το μυαλό μου δεν μπορεί να μου φύγει, μετά από τόσα χρόνια, μια φοβερή εικόνα. Ήμασταν γύρω στις πενήντα οικογένειες, απ’ το Πωγώνι, απ’ τα χωριά της Θεσπρωτίας. Μια μάνα άφησε το παιδάκι της το Σπύρο, που ήταν βρέφος, ενάμισι μηνών –πόσο ήτανε;- κι έγραψε μόνο “Σπύρος”, με ένα μολύβι, στα ρουχαλάκια του. Γιατί είχε άλλα τρία παιδάκια, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι. Ο μεγάλος έφερε την πιο μικρή. Τα άλλα τα δύο, το ένα ήταν ενάμισι χρονών, το τελευταίο. Προτίμησε να πάρει το μικρό και να αφήσει το Σπύρο. Και βρέθηκε ο Σπύρος στην Τσεχοσλοβακία, και μετά από το 1954, βρέθηκε στην Ουγγαρία. 
Ο αποχωρισμός σκληρό πράγμα. Είναι εύκολο να χωρίζει το παιδί από τη μάνα και τον πατέρα; Αλλά τι να κάναμε; Αν μέναμε εκεί ή θα σκοτωνόμαστε ή θα πεθαίναμε από την πείνα και τις αρρώστιες.
Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν όλοι στην αυλή της εκκλησίας, έτοιμοι για αναχώρηση. Από τη μία, τα χαμογελαστά παιδικά πρόσωπα. Κι από την άλλη γονείς και συγγενείς να προσπαθούν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Τα παιδιά είναι παιδιά. Δεν καταλάβαιναν. Πολλά το έβλεπαν και ως περιπέτεια. Να πάνε αλλού να γλυτώσουν από την πείνα, την ψείρα και τον θάνατο.
Στον δρόμο, για να κρατήσουμε τα παιδιά σιωπηλά τούς λέγαμε να μην μιλάνε για να μην ακούσουν τις φωνές μας οι αρκούδες..."
Στη συνέχεια βρεθήκαμε στο Πρένιες. Από το Πρένιες πήγαμε στη Σκόδρα. Στη Σκόδρα το ‘σκασα δυο φορές να φύγω για την Ελλάδα. Κι ο πάππους μου με παίρνει και με πηγαίνει σ’ ένα σχολείο, που ήταν πάρα πολλά παιδιά που ήρθαν μαζί στην Ουγγαρία, μετά.
Και λέει: “Δώστε της κάποια δουλειά, γιατί θα μου το σκάσει ξανά για την Ελλάδα” και βρέθηκα στο φροντιστήριο δασκάλων, πρώτη φορά το 1948 στην Αλβανία.
Δε γνώριζα κανένα, δεν ήξερα κανένα, δεν είχα τελειώσει σχολείο –τέλειωσα πρώτη μικρή το 1939.
Και το 1940 στον πόλεμο, ήταν πια… ο πόλεμος… γνώρισα τους Τουρκαλβανίτες, γνώρισα τους Ιταλούς, γνώρισα τους Γερμανούς, γνώρισα τους Εγγλέζους, γνώρισα τους ταγματασφαλίτες Έλληνες, που ήταν οι ίδιοι και στους Ιταλούς και στους Γερμανούς και στους Εγγλέζους. Και κατά παράξενο τρόπο, ήτανε οι ίδιοι και στα αποσπάσματα που ερχόντανε στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, 1945-1946. Δεν υπήρχε βδομάδα να μην κάνουνε έρευνα. Δεν υπήρχε βδομάδα να μη μας χτυπάνε. Δεν υπήρχε βδομάδα να μην μας τυραννάνε. Γιατί, «Πού είναι οι μπαμπάδες σας; Πού είναι οι δικοί σας;»
Στη Σκόδρα, τέλειωσα το φροντιστήριο αυτό, και ο Οικονόμου, ο εξαίρετος αυτός καθηγητής, με φωνάζει και με διόρισαν νηπιαγωγό στην Αυλώνα.
Δεν ήξερα τι είναι νηπιαγωγός. Πάω εκεί πέρα και λέω –δεν ήθελα να ντροπιαστώ μπροστά στα παιδιά- και πάω κρυφά, και τον λέω: “Σύντροφε Γιώργη, πες μου τι θα πει νηπιαγωγός;” Και μου λέει: “Η μικρή δασκάλα”.
Χάρηκα, γιατί είχαμε τρεις δασκάλους στο σπίτι. Τον Προκόπη Σκεύη αδερφό του πατέρα μου. Ο θείος μου αυτός ήταν από τους οργανωτές της πρώτης ομάδας του ΕΛΑΣ στη Θεσπρωτία. Τον άλλο αδελφό του πατέρα μου το Σπύρο που οργάνωσε την πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ στα Ριζά της Πρέβεζας. Και μένα.
Εκτός τους τρεις δασκάλους, είχαμε και την αρραβωνιαστικιά του θείου μου, που και κείνη επίσης ήταν δασκάλα. Δασκάλα είναι ωραίο πράμα. Και πήγα δασκάλα. Πήρα 42 παιδάκια, από δυόμισι χρόνων μέχρι πέντε.
Είχα μια «μάνα», τη Σπυριδούλα τη Ζήκα απ’ το Λιτόχωρο των Ιωαννίνων. Ήμασταν και “μάνες”, ήμασταν και δασκάλες, ήμασταν και αδερφές, ήμασταν και οικογένεια, ήμασταν όλα. Μαζί κοιμόμασταν, μαζί σηκωνόμασταν.
Τα παιδάκια αυτά τα είχα από 1948 μέχρι το ’50 περίπου μαζί μου. Χάλασαν οι σχέσεις Ρωσίας με Αλβανία, κι έρχονται οι Αλβανίδες το βράδυ, Βορειοηπειρώτισσες και Ελληνίδες, και μου λένε:
—Να στείλουμε τους άντρες να ψαρέψουν, να φέρουν ψάρια να τηγανίσουν, να δώσουν στα παιδιά να ψυχοπιάσουν. Γιατί αύριο φεύγετε.
— Για πού;
—Δεν ξέρουμε.
Έπρεπε να φύγουμε, όμως, από την Αλβανία. Δεν μπορούσε να μας κρατήσει, ήμασταν πάρα πολλά παιδιά, και έπρεπε να φύγουμε. Τέλη 1948. Ναι, 22 Δεκέμβρη 1948 ξεκινήσαμε.
Α, είχα την κακή τύχη να αρρωστήσει το παιδάκι της “μάνας” και να πάει στο νοσοκομείο, και μένω μόνη μου.
Ξεκινώ με τα παιδάκια αυτά, μας βάζουν σ’ ένα φορτηγό –για τους Αλβανούς έχω τα πιο καλά λόγια να πω, γιατί μας φέρθηκαν, μοιράστηκαν και τη μπουκιά τους, τη μπομπότα που είχανε. Το βράδυ μας τάισαν ψάρια, τα καθάριζαν και τάιζαν τα παιδάκια. Μου δώσανε εφτά τσουβάλια πορτοκάλια και μ’ ανέβασαν σ’ ένα φορτηγό. Με τα σαράντα δύο παιδάκια μου.
Φτάσαμε στη Γιουγκοσλαβία, κατεβήκαμε απ’ το φορτηγό. Περιμέναμε δεύτερο φορτηγό να μας πάει στο τραίνο.
Πενήντα μέτρα πιο πέρα, βλέπω ένα άλλο γκρο-υπ παιδιών, και να φωνάζουν: “Αρετή! Αρετή!” Και βλέπω δυο αγοράκια, με το κεφάλι τους σαν την παλάμη μου.
Δεν τα γνώρισα στην αρχή. Είχα οχτώ μήνες να τα δω. Ήταν τα αδερφάκια μου. Ο Θόδωρος κι ο Κώστας. Τρέχω να πάω εκεί, με πιάνει ο σκοπός, ο Σέρβος, και μου λέει: “Πες, Ζήτω ο Τίτο”. Κι εγώ τον «τάισα» στη γλώσσα του δεν ξέρω τι. Μου φέρνει δυο χαστούκια, πάω ξανά στο γκρουπ μου.
Εκείνη τη στιγμή κοιτούσα μήπως δεν προσέξει και μπορέσω και πάω στα παιδιά, στα αδέρφια μου. Βλέπω τους ανεβάζουν στο φορτηγό. Τρέχω, σκαρφαλώνω, πατώ το πόδι μου στη ρόδα κι ετοιμαζόμουν να μπω. Κείνη τη στιγμή, ένας μεγάλος σπαραγμός παιδιών: “θεία Αρετή, θεία Αρετή…” Παρέλυσε το χέρι μου, έπεσα κάτω, κι από κείνη τη στιγμή ενηλικιώθηκα. Έγινα μεγάλος άνθρωπος, αισθάνθηκα ευθύνη.
Ποιος μου δίνει εμένα πίσω τα παιδικά μου χρόνια;
Ποιος μου δίνει εμένα πίσω την εφηβική μου ηλικία;
Όχι μόνο εμένα. Όλων των παιδιών, που βρέθηκαν στην πορεία αυτής της χώρας. Ποιός; Κανένας. Μόνο η ιστορία.
Γύρισα πίσω στα παιδιά μου. Τα αδέρφια μου πήγαν στη Ρουμανία. Εγώ βρέθηκα στην Ουγγαρία.
Μας ανέβασαν στο τραίνο. Μετράω τα παιδάκια μου, 41. Τρελάθηκα. Κατεβαίνω κάτω, ψάχνω. Μια Γιουγκοσλάβα μού λέει: “Τι ψάχνεις παιδί μου;” Τη λέω, ένα παιδάκι μου χάθηκε. Ήξερα λίγα σλαβομακεδόνικα, που είχα μάθει απ’ τα παιδιά, απ’ το Μιχάλη και τα άλλα παιδιά, που έπαιζα στο Πρένιες. Και το παιδί είναι σφουγγάρι, παίρνει τις γλώσσες.
Και, μαζί με τη Γιουγκοσλάβα, ψάχναμε και βρίσκουμε το Κατερινάκι απ’ τη Ζέρμα. Αυτό το κοριτσάκι το ξανθό με τα πολύ πολύ πολύ σγουρά μαλλιά, σαν δαχτυλίδι. Το βρίσκουμε κάτω από τη μηχανή. Το παίρνω, το αγκαλιάζω, το πάω πάνω.
Κι εκείνη τη στιγμή, είχε ένα γκιούμι’ νερό η Γιουγκοσλάβα, και της λέω: “Θέλω νερό”. Μου λέει: “μην πίνεις, ψυχή μου, θα πονέσει ο λαιμός σου”. Πίνω και κόβεται η φωνή μου.
Τα παιδάκια μου κλείνουν τις πόρτες, και καθάριζα πορτοκάλια, τα τάιζα, και προσπαθούσα να παίξω, να γελάσω, να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Φτάνουμε στα σύνορα. Μπαίνει μέσα ένας ψηλός, γελαστός άντρας, κι ήταν ο Μπάμπας, ο Μιχάλης ο Οικονόμου. Και μπαίνει μια ωραία κυρία, που ήταν η Όλτνη, η γυναίκα του τότε Υπουργού Υγείας. Και πιάσαν τη μύτη τους, γιατί 42 παιδάκια. 42 παιδάκια και τα πορτοκάλια. Και η μυρωδιά των πορτοκαλιών.
Και μου λέει: “Πού είναι η δασκάλα και πού εί-ναι η μάνα;” Λέω: “Εγώ”. Φωνή δεν είχα. Κόπηκε η φωνή μου. Και λέει ο καημένος ο Μπάμπας τότε: “Το νιανιαράκι, είναι και βουβό”. Αρπάζω το στυλό απ’ το χέρι του και του λέω: “Δεν είμαι βουβή. Βράχνιασα”.
Ονομάζομαι έτσι και είμαι μόνη μου. Δεν έχω «μάνα». Και μόλις είπα το όνομά μου, με αγκαλιά-ζει, στάζουν τα δάκρυά του, και μου λέει: “Νιάνιαρο, από δω και πέρα εσύ θα είσαι το νιανιαράκι μου, θα είσαι το μωράκι μου, το παιδί μου”.
Δεν λέω ότι πήγαμε στα μπάνια, μας καθαρίσανε κλπ. Λέω ένα πράγμα, όμως, ότι ακόμη και το 1952, που πρώτα ήμουνα σαν νηπιαγωγός και μετά η αείμνηστη Αλεξίου μου λέει: «Όχι, θα πεις δασκάλα». Και έχω το διορισμό της, με την υπογραφή της. Να ’ρθω δασκάλα στο Gsurgo, 1950-51, 1951-52, να διδάξω στις κατώτερες τάξεις. Και έτσι ήρθα εδώ (Ουγγαρία). Να διδάξω.
Αυτό θυμάμαι, ότι είχαμε τριχοφάγο, ότι είχαμε τράχωμα, ότι είχαμε ψώρα, ότι είχαμε κασίδα, ότι είχαμε φυματίωση, προφυματίωση. Κι εγώ δεν ξέρω τι αρρώστιες δεν είχαμε.
Θυμάμαι, ότι, όταν ήρθαμε πρώτη φορά εδώ στο Csurgo, το πρώτο που ήτανε… ξανά γιατρούς κλπ. Και μερικά παιδιά, και μένα μαζί, μας καλούσαν στην κουζίνα που ήταν εδώ κάτω, και μας δίναν χτυπητά αυγά με ζάχαρη, για να δυναμώσουμε. Και μετά μας δίνανε μουρουνέλαιο. Για να δυναμώσουμε.
Τα περισσότερα παιδιά με κουρελιασμένα ρούχα, με πληγές στα χέρια και στα πρόσωπα, να ξύνονται συνεχώς. Το κάθε παιδί αποτελούσε ζωντανά τη φρικτή εικόνα του πολέμου. Όλα χωρίς εξαίρεση είχαν ψείρες. Τα περισσότερα είχαν σπυριά, ψωρίαση και άλλες δερματικές παθήσεις. Άλλα παιδιά είχαν χαλασμένα δόντια.
Ένα χρόνο μετά φοβισμένα, τα συμμαζεμένα, τα κουρελιάρικα παιδιά, τα παιδιά που ήταν γεμάτα από διάφορες δερματικές παθήσεις έγιναν χαριτωμένα, πεντακάθαρα παιδιά, που στα ροδοκόκκινα προσωπάκια τους άνθισε το γέλιο.
Εμείς δεν ξέραμε από περιποίηση και τέτοια. Για πρώτη φορά στη ζωή μας φορέσαμε πιτζάμες και βλέπαμε οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα. Μας κάνανε ειδικά μαθήματα, οι πάντα καλοσυνάτες ασπροντυμένες, όμορφες και αφράτες Ρουμάνες και Ουγγαρέζες νοσοκόμες, της ουγγρικής μειονότητας στη Ρουμανία. Πρόσχαρες, με μεγάλη υπομονή. Μας μάθαιναν με νοήματα και διάφορες χειρονομίες πώς και πότε να χρησιμοποιούμαι τα δύο αυτά, πρωτόγνωρα για μας, παιχνίδια–εργαλεία: την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα! Θυμάμαι πως τη μισή κρέμα την καταβροχθίζανε τα περισσότερα παιδιά, γιατί είχε πολύ γλυκιά γεύση και ένα ευχάριστο άρωμα μέντας. Νομίζω, που έμοιαζε με καραμέλα που είχαμε καιρό να γευτούμε.
Για να καταλάβεις, από πού ερχόμαστε, μια γιαγιά χτύπαγε με τη μαγκούρα της τη λάμπα για να σβήσει. Στο χωριό δεν ξέραμε απ’ αυτά. Δεν είχαμε, φυσικά, ούτε ρεύμα. Τότε για φως είχαμε τις λάμπες πετρελαίου, αυτές με το φυτίλι και τα σαμντάνια. 
Θυμάμαι, ότι υπήρχαν παιδάκια που δεν έβγαιναν κάτω απ’ το τραπέζι. Ήταν λέει ο “γαλατάς”. Και προφυλάσσονταν απ’ το “γαλατά”, και τ’ αεροπλάνα. Δεν βγαίνανε απ’ το τραπέζι. Τα παιδιά αυτά ήτανε ψυχικά ερείπια. Σταθήκαμε, όμως, μάνα και πατέρας και τα μεγαλώσαμε. 
Το κτίριο ήταν παραμυθένιο για μας. Από τα κακοτράχαλα βουνά και από τα σπίτια με τις πλίθες και τους τσατμάδες, βρεθήκαμε σε μέγαρα. Πέτρινα, ψηλοτάβανα, με μεγάλα φωτεινά δωμάτια με παρκέ, με τουαλέτες και μπάνια όλο μάρμαρο, με κεντρική θέρμανση. Εγώ νόμιζα ότι ζούσα σε ένα όνειρο. Δεν ακουμπούσα τους τοίχους για να μην ξυπνήσω. Ήταν το πρόγραμμά του τόσο ωραίο και τόσο καλό, που τα παιδιά αισθάνθηκαν πάρα πάρα πολύ ωραία. Πέντε φορές τη μέρα τρώγαμε. Ήταν λίγο. Αλλά και ο ουγγρικός λαός δεν είχε πιο πολύ. 
Και εγώ λέω είμαι ευγνώμων στον ουγγρικό λαό, που μας δέχτηκε και μας συμπαραστάθηκε. Όσα έδωσαν αυτές οι χώρες για μας, δεν έδωσε η πατρίδα μας. Δεν έδωσε η πατρίδα μας… Κι αυτό είναι παράπονο για μας.
Εμείς δεν ήμασταν ειδικευμένοι δάσκαλοι. Αλλά είχαμε αυτούς τους ανθρώπους που ήταν στο αριστερό κίνημα, μορφωμένοι άνθρωποι που μας εμπνεύσανε να μην ξεχάσουμε τα ελληνικά μας. Βουίζει η φωνή της Αλεξίου, να μην ξεχάσουμε τα ελληνικά μας.
Και μπορέσαμε και κρατήσαμε τα ήθη και έθιμά μας, την ελληνικότητά μας και την ταυτότητά μας. Το χρωστάμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Και στη δύναμη τη δικιά μας, που μπορέσαμε και βοηθήσαμε να μείνει αυτός ο ελληνισμός.

Καθώς φεύγαμε από το ανάκτορο Κάροϋ, ακούω από μακριά τη φωνή της Αρετής: «Ποιος όμως θα μου δώσει εμένα πίσω τα παιδικά μου χρόνια;»

Ποιος; Κανένας Αρετή. Μονάχα η Ιστορία Αρετή, μονάχα η Ιστορία

Γιάννης Παππάς, Θαμπές Ζωές, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια: