" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Ευάγγελος Βεκρης ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ

 


ΜΟΥΡΓΚΑΝΑ: ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ…ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ!

 Από το βιβλίο του Ευάγγελου Βεκρή, ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ, Ιστορία και παράδοση, Ιωάννινα 2008, αντιγράφω μερικές σελίδες από το ημερολόγιο του Γιώργου Ανδρέου. Πρόκειται για μια ομάδα που φτάνει στην έδρα των ανταρτών τη Μουργκάνα μετά από μάχες με τους Γερμανούς. Όλοι πιστεύουν ότι η ομάδα λιποτάχτησε αλλά τα πράγματα φαίνεται ότι δεν ήταν έτσι κι αυτό φέρνει μια σειρά από αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις, στις οποίες επικρατεί κατά κράτος ο…συγγραφέας του ημερολογίου!

Προσπάθησα να σουλουπώσω λίγο το κείμενο για πιο εύκολη ανάγνωση. Όποιος έχει κουράγιο, ας το διαβάσει στο πρωτότυπο!

 «…Επιτέλους έφτασαν αργά στη Λίστα. Σωριάστηκαν κάτω από ένα δέντρο και παραδόθηκαν σε έναν ύπνο όχι ξεκουραστικό, γιατί τα στομάχια τους ήταν από πολλές ώρες άδεια και παίζαν ταμπουρά. Ο Γιώργος χτυπάει μια πόρτα, ανοίγει και ζητάει πληροφορίες για τάγμα πρώτο, δεύτερο, τρίτο.
-Να απέναντι εκεί στο φως είναι ο Πετρίτης.
-Ααα…ευχαριστώ
και, τακ τακ τακ
-Εμπρός, ποιος είναι;
-Εγώ ο Γιώργος.
-Λιποτάκτες! φώναζε ο Πετρίτης στο Γιώργο. Φωτιά στα μπατζάκια του, ορμά ο Γιώργος καταπάνω του.
-Τι είπες ρε κάθαρμα, εγώ με την ομάδα μου λιποτάκτες ή εσείς που είσθε χιλιάδες μέτρα μακριά; Ζήτα συγνώμη, αλλοιώς σε ξεκοσκινίζω.
-Προς θεού Γιώργο, κάποια παρεξήγηση θάγινε, συγνώμη και ντρέπομαι για το πώς έγινε, συγνώμη και πάλι.
Έφυγε ο Γιώργος σκυλοβρίζοντας, βγαίνει ο Πετρίτης έξω, τον αγκαλιάζει
-Και πάλι συγνώμη.
Η ομάδα από τον καυγά και τις φωνές ήταν καθισμένη και παρακολουθούσε . Σηκώθηκαν όλοι , χαιρέτησαν τον Πετρίτη.
-Μα τούτοι είναι οι πιο πολλοί Ζιτσαίοι.
Πρώτος ο Κίτσιος Κόρδας είπε:
-Κάτσε καλά Χρόνη, γιατί θα μας πάρει ο διάολος.
-Λάθος, μεγάλο λάθος, παρασύρθηκα, συγνώμη σε όλους σας. Γιώργο, πήγαινε προς το Λιά, στη χαράδρα εκεί είναι όλες οι επιμελητείες.
Έφυγε, πήγε βρήκε τις επιμελητείες. Νύχτα, ησυχία. Ακούει το Δολιανίτη τον αδελφικό του φίλο που τώρα ήταν επιμελητής, να ρωτά έναν μεταγωγικό, τον Ντάφλο:
-Ρε Νάφλο, άκουσες τίποτα για την ομάδα;
-Τίποτα, τίποτα. Πάει η ομάδα, απάντησε ο μεταγωγικός.
-Αδερφέ Κώστααααα, ξέσκισε τη νυχτιάτικη ησυχία η φωνή του Γιώργου. Ώ θεέ μου τι συγκίνηση, όρμησαν κι οι δυό κι αγκαλιάστηκαν μέσα στα πουρνάρια, στις βατσουνιές, φιλιόντουσαν σα νάχαν να σμίξουν χρόνια!
-Είστε καλά; Έχεις θύματα αδερφέ;
-Όχι, κανένα.
-Μπράβο αδερφέεε!
Μαζεύτηκαν όλοι οι αποθηκάριοι, άκουσαν τα νέα, ανασκουμπίστηκαν, πήγαν στις επιμελητείες τους.
-Αδερφέ τα παιδιά πεινάνε.
-Έλα δω, πόσοι είστε; Να, πάρε δυό ταψιά ψωμί, και μπόλικο τυρί. Να πάρε και καπνό, φιλιά σ’ όλα τα παιδιά, φιλιά συναγωνιστώ συμπολεμιστών, καλή νύχτα και καλή λευτεριά.
Έφυγε φορτωμένος, πήγε στην ομάδα του.
-Λεβεντούργες, σηκωθείτε!
Πήρε τη ομάδα του σαν κλώσα και πήγαν κοντά σε νερό. Έφαγαν το ψωμοτύρι τους, ρούφηξαν και νερό και πήγαν για ύπνο μακριά από τη βρύση. Το πρωί πάλι στον Πετρίτη, ο οποίος αυτή τη φορά ήταν πιο γαλαντόμος.
-Άντεστε στο καλό, στο Κουρεμάδι είναι το τάγμα σας.
Χαιρέτησαν και δρόμο για το Κουρεμάδι. Έφτασαν γρήγορα γιατί είναι πολύ κοντά. Πολύς κόσμος εκεί, κατέβασαν τα σιδερικά τους και κάθησαν στον ίσκιο.
Παράδοξα πράγματα: Όλος αυτός ο κόσμος ήταν συγχωριανοί του Γιώργου, εκατόν είκοσι εφεδροελασίτες, όλοι χωριανοί του. Χαρές, χαιρετούρες, στρίψιμο τσιγάρο και:
-Γιώργοοο, ακούστηκε να φωνάζει ο καπετάνιος του τάγματος ο Βοριάς.
Σηκώνεται, πάει κοντά του και χωρίς περιστροφές λέει στο Γιώργο:
-Γιατί εγκατέλειψες τη θέση σου και έφυγες;
Κεραυνός πάλι αυτή τη φορά εν αιθρία στο κεφάλι του Γιώργου!
-Ποιος ρε πο… εγκατέλειψε τη θέση του; Εγώ με την ομάδα μου ή εσείς όλοι σας; Σηκωθείτε! Απάνω παιδιά!
Απάνω όλη η ομάδα, κραδαίνοντας τα ζεστά ακόμη από τη μάχη όπλα. Βλέποντας τη στάση του Γιώργου, ο καπετάνιος ζήτησε αμέσως συγνώμη και έφυγε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και νάσου ο βουκεντροφόρος ουρλιάζοντας!
-Γιώργοοο! Χτυπώντας το κουρμπάτσι του ρυθμικά, νευρικά στις μπότες του, κραπ, κραπ, κραπ.
-Και πού ήσουν λιποτάκτη;
-Εγώ λιποτάκτης; Κάποιο λάθος θα κάνετε…
-Ναι εσύ, πού είναι ο αξιωματικός σου;
-Ποιος αξιωματικός; Ποιοί αξιωματικοί και πράσινα άλογα μου κοπανάς;
Άφρισε ο βουκεντροφόρος! Παραλίγο τραγωδία, μακελειό και σηκώνοντας το άνανδρο χέρι του, πήγε να καταφέρει βουρδουλιά στο κεφάλι του Γιώργου.
Σαν σίφουνας άρπαξε το γεμάτο και καυτό ακόμη πολυβόλο  και κόλλησε τη ζεστή ακόμη κάνη του, στο λαρύγγι του υπερόπτη ταγματαρχεύοντα.
Φωνές, κακό, έτοιμη η ομάδα για να πετσοκοφτούν! Οι εφεδροελασίτες ευτυχώς είχαν αποτραβηχτεί πιο πέρα και δεν είχαν αντιληφτεί τα γεγονότα.
-Γιώργο προς θεού! Φώναξε ο καπετάνιος, που παρακολουθούσε τη σκηνή. Όρθιη πάντα η ομάδα με τα όπλα στα χέρια!
-Το Γιώργο χτυπάνε, ούρλιαζε ο Κίτσιο Κόρδας, μεγάλη χλαλοή, φωνέ, να οι εφεδροελασίτες συγχωριανοί του Γιώργου. Έφυγε ντροπιασμένος ο Αννίβας, ο πάντα ευέξαπτος βουκεντροφόρος.
-Εεε παιδιά, προσοχή, πάει πέρασε, τίποτα δε συμβαίνει. Καθίστε κάτω, κάντε τσιγάρο.
Σαν βουερό μελίσσι, μόνιμοι και έφεδροι, κύκλωσαν την ομάδα του Γιώργου και ρωτούσαν να μάθουν τι συνέβη. Ο Γιώργος εξήγησε, εξιστόρησε με το νι και με το σίγμα όλη την ιστορία. Μέχρι τώρα η ομάδα ήταν χαμένη, νεκρή. Τώρα πούρθε ζωντανή, ακαίρια, σήκωσε ο παλιοκερατάς το βούρδουλα; Είπε κάποιος:
-Όχι παιδιά, σιχάστε, δεν τρέχει τίποτα. Σας βεβαιώνω δεν τρέχει τίποτα!
Πάνω στην ώρα έρχεται ο Βοριάς ο καπετάνιος.
-Πηγαίνετε να ησυχάστε, μια απλή παρεξήγηση ήτανε, πάει πέρασε, πηγαίνετε γιατί έχουμε πολλή δουλειά, και Γιώργο λεβέντη με την ομάδα σου την τσίφτικη, πάμε, είπε, και πήγαν στο κατάλυμα της τριανδρίας του τάγματος.
-Καθήστε παιδιά, πάμε Γιώργο, και μπήκαν μέσα και τι να δουν; Έναν Αννίβα να κλαίει σαν μικρό παιδί.
-Ρε, δε σε θέλω έτσι, ούτε με τον βούρδουλα ψηλά αλλά ούτε και να κλαίς σαν μυξιάρικο σκολιαρούδι!
-Συχώρα με βρε Γιώργο, οι ευθύνες με κάνουν έτσι.
-Τώρα είσαι καλά; Πού είναι ο λόχος μου;
-Στο Φωτεινό πηγαίνετε βρε για την Παναγιά!..»
[συνεχίζεται]






Δεν υπάρχουν σχόλια: