Από τον φίλο Αντώνη Γκίνη:
Όταν πριν από αρκετό καιρό είχα δώσει στο Μιχάλη το βιβλιο του Χαϊρεντίν Ισούφι για τον Μουσά Ντέμη, του υποσχέθηκα ότι εν καιρώ θα μεταφράζω κάποια κομμάτια από το βιβλίο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, βρήκα το χρόνο να μεταφράσω ένα κομμάτι, αρχίζοντας από το τέλος του βιβλίου. Το εν λόγω κομμάτι είχε επιμεληθεί ο Κρίστο Φράσερη και αναφέρεται σε δύο διαφορετικοές περιόδους του Μουσά Ντέμη. Για τον Μουσά Ντέμη έχει αναρτήσει αρκετά ο Μιχάλης Πασίάκος στην ιστοσελίδα του ‘’BASTIA’’.Σύντομα θα ακολουθήσουν μεταφράσεις των πιο ενδιαφερόντων σημείων για τη ζωή και του έργο του Μουσά Ντέμη.
Θέλω να ευχαιστήσω το Μιχάλη για την φιλοξενία του
στην εξαίρετη του ιστοσελία ‘’BASTIA”.
‘’Musa Demi dhe quendersa
ciame”
(1800- 1947)
(σελ. 363-373)
Η τύχη τόφερε τα δύο ξαδέλφια, ο Aλή Ντέμι και ο Βεχήπ Ντέμι, να γίνουν συμμαθητές μου,
επίσης πολύ στενοί φίλοι και εξωσχολικά. Από αυτούς έμαθα περισσότερες
λεπτομέρειες για τον Mουσά Ντέμη, ο
οποίος συνέχισε να ζει στην Τσαμουριά. Πράγματι, πολύ σύντομα, ο Βεχήπ μου
έδωσε την ευκαιρία να συναντήσω μόνος μου τον θείο Mουσά.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα
το καλοκαίρι του επόμενου έτους (1937). Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών
διακοπών εκείνης της χρονιάς, πήγα στην Αθήνα, προσκεκλημένος από τη θεία μου Ελισαβέτα,
η οποία είχε μετακομίσει με όλα τα παιδιά της από την Κωνσταντινούπολη και είχε
εγκατασταθεί στην ελληνική πρωτεύουσα. Κατά τη διάρκεια των διακοπών, ο Βεχήπ
είχε επίσης αποφασίσει να πάει στην οικογένειά του, στο Φιλιάτι της Τσαμουριάς,
και από εκεί θα ερχόταν στην Αθήνα, με κάποια από τα ξαδέλφια του.
Με τη διεύθυνση της θείας μου, την οποία
του είχα δώσει στα Τίρανα, με βρήκε εύκολα στην Αθήνα. Όταν συναντηθήκαμε στα
τέλη Ιουλίου, με πληροφόρησε ότι σε λίγες μέρες ο Mουσά Ντέμη θα ερχόταν στην Αθήνα, επικεφαλής μιας
ομάδας Αλβανών Τσάμηδων, για να λάβει μέρος στη λαογραφική εκδήλωση που θα
γινόταν στην ελληνική πρωτεύουσα στις 4 Αυγούστου 1937 με αφορμή την επέτειο
της ανόδου της εξουσίας του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Αυτή ήταν η πρώτη εκδήλωση
του ελληνικού κράτους στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν, ως ομάδα, με τα τσάμικα τραγούδια, τους χορούς και τις λαϊκές αλβανικές
φορεσιές τους. Για το λόγο αυτό, ο Mουσά
Ντέμη, που είχε την τιμητική του ως κρατικός αρχηγός των Τσάμηδων, αποδέχθηκε την
πρόσκληση και έδωσε προσοχή στην καλύτερη δυνατή οργάνωση των λαογραφικών
ομάδων της Τσαμουριάς.
Η παρέλαση λαογραφικών ομάδων από όλη
την Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε το πρωί της 4ης Αυγούστου 1937 στην
Πλατεία Συντάγματος και συνεχίστηκε στην οδό Πανεπιστημίου (σήμερα λεωφόρος
«Ελ. Βενιζέλου»), ήταν υπέροχη. Ήρθε και με πήρε για να δω την εκδήλωση ένας οικογενειακός
φίλος της θείας μου, ο καθηγητής Φίλιππος από την Πρεμετή, ο οποίος είχε ζήσει για
μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αθήνα, αλλά παρέμεινε γνήσιος Αλβανός. Οι πρώτοι
που παρέλασαν ήταν οι λαϊκές ομάδες από την επαρχία της Αθήνας.
"Κοίτα",
μου είπε ο καθηγητής, "τα ρούχα μας. Είναι αρβανίτες που μιλούν αλβανικά σαν
εσένα και εμένα". Μετά, ενώ οι περνούσαν οι Κορίνθιοι, ύψωσε ξανά τη φωνή του:
"Κοίτα, δες ξανά τους Αρβανίτες, τα αδέλφια μας, πόσο περήφανα βαδίζουν!" Είναι αυτονόητο ότι η αρβανίτικη φουστανέλα, τα λόγια του καθηγητή και η ιδέα
ότι ήταν μέλη του αλβανικού έθνους, μου προκάλεσαν ρίγη στο σώμα μου. Αφού παρέλασαν
άλλες ομάδες Αρβανιτών, εμφανίστηκε το έμβλημα των ομάδων Θεσπρωτίας:
«Κοίτα,
τώρα έρχονται οι Τσάμηδες σου!» Μου είπε. Όταν η ομάδα των Τσάμηδων πέρασε
μπροστά μας, με επικεφαλής τον Mουσά Ντέμη, τους
δέχτηκαν με κάποια χειροκροτήματα. Δίπλα του μετά βίας μπόρεσα να διακρίνω τον
Βεχήπ, μόλις που φαινότανε, καθώς ο Θεός τον είχε κάνει κοντό. Του φώναξα από
το πεζοδρόμιο και σήκωσα το χέρι μου. Με είδε και έκανε νόημα ότι θα
συναντηθούμε αργότερα. Από εκείνη την ημέρα, αυτή η σκηνή δεν με είχε εγκατέλειψε
ποτέ.
Το απόγευμα, ο Βεχήπ μου τηλεφώνησε στο
σπίτι της θείας μου. Μου είπε ότι ο δήμαρχος της Αθήνας είχε διαθέσει τις περισσότερες
πλατείες της Αθήνας για να τραγουδήσουν και να χορέψουν οι λαογραφικές ομάδες
το βράδυ. Η Πλατεία της Κυψέλης είχε παραχωρηθεί για τις θεσπρωτικές ομάδες. Όπως μου
είχε υποσχεθεί, ο Βεχήπ ήρθε να με πάρει, παρόλο που η πλατεία ήταν πολύ κοντά
στο σπίτι της θείας μου (οδός Σκύρου). Όταν φτάσαμε, με πήρε σε ένα καφενείο
όπου καθόταν ο Mουσά Ντέμη. Με παρασίασε:
-Αυτός είναι ένας πολύ καλός μου φίλος για τον οποίο
σου έχω μιλήσει
Ο θείο Μουσά μου είπε :
Χαίρω πολύ !
Με κοίταξε από τα νύχια μέχρι το κεφάλι. Στη συνέχεια
πρόσθεσε:
-Μοιάζεις με ένα
αγόρι λεβέντης, αλλά τίνος γιος είσαι, γιατί ζήτησα από τον Βεχήπ να μου πει το
όνομα του πατέρα σου, μήπως και τον ξέρω, αλλά μου είπε ότι δεν ήξερε. Και τον
μάλωσα. Του είπα, "Τι φίλος σου είναι όταν δεν ξέρεις το όνομα του πατέρα
του;" Τον ρώτησα αν είχε καμία σχέση με τον Nαήμ Φράσερη 5 . Μου είπε: "Ούτε για
αυτό τον έχω ρωτήσει, αλλά μου φαίνεται ότι δεν έχει καμία σχέση, ότι ο Nαήμ ήταν Μπεκτατζής και αυτός είναι χριστιανός".
Του απάντησα με ένα χαμόγελο γιατί και
εγώ δεν ήξερα το όνομα του πατέρα του Βεχήπ. Μετά του έδωσα εξηγήσεις για τον
πατέρα μου.
Καθίσαμε μαζί σχεδόν μία ώρα. Μιλήσαμε
για διάφορα πράγματα, αλλά τώρα, 65 χρόνια μετά, τα ξέχασα. Φαίνεται ότι δεν
είχαν σημασία. Θυμάμαι από αυτά ότι κάτι με πρόγκισε, σαν μαχαιρά. Όταν του
είπα, ίσως από εθνική υπερηφάνεια, αλλά, ποιος ξέρει, ίσως να τον πειράξω, ότι
δεν ήταν σωστό ότι το πρώτο βραβείο είχε δοθεί στην ομάδα από την Κεφαλονιά,
σίγουρα για να ευχαριστήσει τον Μεταξά. Για μένα, η ομάδα των Τσάμηδων άξιζε το
βραβείο. Αλλά με διέκοψε αμέσως:
- Όπως και να έχει, δεν σου ζήτησε τη
γνώμη η Επιτροπή των Βραβείων!
Η βραδιά πέρασε με απερίγραπτη χαρά.
Εκατοντάδες Αλβανοί είχαν έρθει στην Κυψέλη, συνοδεύοντας τη χορωδία των
Τσάμηδων. Θυμάμαι τον θείο Mουσά να λέει
στους χορευτές: "Έλα παιδιά, για άλλη μια φορά το Τσάμικο", που είναι
ο χορός μας, που ακόμη και οι Έλληνες λένε ότι είναι χορός δικός μας !"
Η δεύτερη συνάντηση με τον θείο Mουσά έγινε στα Τίρανα, περίπου 25 χρόνια μετά.
Ο θείο- Μουσά είχε εγκατασταθεί στα Τίρανα
αμέσως μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε έρθει στην Αλβανία κάτω από
δραματικές συνθήκες. Μαζί με δεκάδες χιλιάδες Τσάμηδες, που εκδιώχθηκαν βίαια
από τις δυνάμεις του Έλληνα εθνικιστή στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα. Υπό την
απειλή των ξιφολογχών, αυτός, επικεφαλής των συμπατριωτών του, αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει τις πατρογονικές του εστία, με σπίτια, με γη και ζώα, και να ζητήσει
άσυλο στην Αλβανία.
Εκείνη την εποχή ήταν πρόεδρος της
Αντιφασιστικής Επιτροπής για την Εθνική Απελευθέρωση των Αλβανών της Τσαμουριάς
και είχε συμμετάσχει, μαζί με τους αντάρτες του ΕΑΜ, στον αγώνα κατά των
Χιτλερικών κατακτητών, πεπεισμένος ότι με το τέλος του πολέμου οι Αλβανοί Τσάμηδες
θα αποκτούσαν τα εθνικά δικαιώματα που τους ανήκαν, βάσει του Χάρτη του
Ατλαντικού, που επίσης τους είχαν υποσχεθεί οι ηγέτες του EAM. Αλλά στο τέλος του πολέμου, στη θέση των
υποσχεθέντων δικαιωμάτων, ήρθε η τραγωδία των βιβλικών διώξεων, παρόμοια (είναι
καλό να γνωρίζει όποιος δεν γεννήθηκε εκείνη την εποχή), με τη δοκιμασία που
υπέστησαν οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου από τον Μιλόσεβιτς το 1999 .
Για αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο, ο
θείο Μουσά φρόντιζε τον οικισμό των προσφύγων Τσάμηδων, τους οποίους η Αλβανία
καλωσόρισε με ανοιχτές αγκάλες, αλλά καμένη, εξαντλημένη και εξαθλιωμένη από
τον πόλεμο, δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της.
Τελικά, ο Μουσά Ντέμη μπήκε στον κόσμο
της εργασίας. Πολλά χρόνια μετά την ηλικία συνταξιοδότησης έψαξε για δουλειά.
Του έδωσαν μια καλύβα (τώρα ονομάζεται περίπτερο) για να πουλήσει τσιγάρα και ψιλικά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο θείο Mουσά, σχεδόν ογδόντα χρονών, όταν έπρεπε να εργαστεί
πολλές ώρες, με το ζόρι στέκονταν στο περίπτερο. Άρχισε να κάνει λάθη στις συναλλαγές.
Το νόμισμα των 50 λεκ που του έδινε ο πελάτης για να αγοράσει ένα πακέτο
τσιγάρων "Partizani" το νόμιζε των 100 λεκ
και του επέστρεφε ρέστα 82 λεκ.
Οι συνειδητοί άνθρωποι του έλεγαν:
"Θείο
Μουσά! Έκανες λάθος στο λογαριασμό". Υπήρχαν βέβαια και ασυνείδητοι
άνθρωποι που τον έκλεβαν. Έτσι, όταν απέδιδε λογαριασμό, ο θείο Μουσά αναγκαζόταν
να αφήσει τον μισθό του για να καλύψει το έλλειμμα.
Φίλοι του είπαν: «Θείο Μουσά, παράτα
αυτήν τη δουλειά και κάνε αίτημα για μια πατριωτική σύνταξη. Σου αξίζει γιατί
έχεις κάνει πολλά για αυτήν την Αλβανία ".
Ο θείο Μουσά είχε κάνει δύο ή τρεις
φορές αίτημα, αλλά η διεύθυνση της Εκτελεστικής Επιτροπής των Τιράνων το απέρριψε.
Μια μέρα του είπε κάποιος: "Θείο Μουσά, να ζητήσεις συνάντηση με τον
πρωθυπουργό Μεχμέτ Σέχου 6 να σε φωνάξει και να πεις για το πρόβλημα
σου".
Ο θείο Mουσά είχε τους ενδοιασμούς του. Για να αποφασίσει ναι
ή όχι, συνάντησε έναν φίλο του, που τον είχα γείτονα, ακόμη περισσότερο και σαν
φίλο. Ήταν ο Tίμο Ντίλο, απόφοιτος της
Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου "Bacconi" στο Μιλάνο, αλλά περισσότερο από οικονομολόγος
ήταν γνωστός ως ταλαντούχος δημοσιογράφος. Ο πατέρας μου ήταν φίλος μαζί του,
αλλά εγώ, που ήμουνα σχεδόν 30 χρόνια γείτονας, είχα γίνει φίλος μαζί του
περισσότερο από τον πατέρα μου. Συναντούσα συχνά τον Tίμο στο σπίτι του. Μιλούσαμε για διάφορα. Εκείνη την
ημέρα, όταν ο θείος Μουσά χτύπησε την πόρτα του Τίμο, πήγα κι εγώ εκεί τυχαία.
Ο θείο Μουσά δεν με γνώρισε. Όταν με είδε, έκλεισε το στόμα του. Ο Tίμο με παρουσίασε:
- Θείο Μουσά! Αυτός είναι ο ιστορικός για
τον οποίο σου μίλησα μια μέρα. Μην φοβάσαι, μίλα μαζί του όπως θα μίλαγες μαζί
μου.
Του είπα:
- Θείε Μούσα! Συναντηθήκαμε πριν από
ένα τέταρτο αιώνα, στην Αθήνα, στην Πλατεία της Κυψέλης. Είμαι φίλος του Βεχήπ και
του Αλή. Ακόμα και τώρα σου λέω ότι αργότερα είχα δύο άλλα εγγόνια σου στην τάξη,
τον Nιαζή Ντέμη 7 και τον Tαχήρ Ντέμη 8. Εάν δεν με
πιστεύεις, να πάω στο σπίτι να πάρω τη φωτογραφία της τάξης, μια και έχω το
σπίτι εδώ κοντά.
«Δεν χρειάζεται να κουραστείς», μου είπε. - Σε πιστεύω αφού είσαι φίλος του Τίμο! Αλλά δεν ενδιαφέρομαι για αυτές τις φιλίες τώρα. Έχω άλλες ανησυχίες, ανησυχίες που έρχονται όταν ζεις πολύ!
Ο Τίμο Ντίλο είπε στον θείο Μουσά:
- Ας πάρουμε τη γνώμη αυτού του
γείτονα, μήπως μπορεί να μας βοηθήσει.
Ο θείος Μούσα δεν είχε αντίρρηση. Τότε
ο Tίμο μου εξήγησε την κατάσταση του και με ρώτησε:
- Τι πιστεύεις, θα δεχτεί ο
Πρωθυπουργός να τον συναντήσει;
Δεύτερον: εάν δεχθεί, θα ικανοποιήσει
το αίτημά του;
Με ενοχλούσε, αλλά δεν μπορούσα να
μείνω χωρίς να δώσω απάντηση.
- Εξαρτάται από το τι κέφια θα έχει. Γιατί
αυτός, όσο αυστηρός είναι, τόσο απαλός γίνεται μερικές φορές. Αλλά λέω: ας
προσπαθήσει. Τι θα χάσει; Όπως λέει ο Μαρξ, μόνο αλυσίδες θα χάσει.
"Τώρα μας γέμισες το μυαλό ",
είπε, "με αυτόν τον Μαρξ, που να μην ήτανε, γιατί αυτός μας έφερε σε αυτήν
την κατάσταση!" Τι δουλειά έχω εγώ με τον Ταχίρ Ντέμη, με αυτόν τον φίλο
σου, ο οποίος ανακατεύει τον Μαρξ, με εμένα που δεν έχει γιό Μαρξ, ούτε θείο,
ούτε ξάδελφο, που με κάνει να υποφέρω. Ο Ταχίρ έκανε ό, τι έκανε, έφαγε το
κεφάλι του, αλλά τι έχουν μαζί μου!
Το τέλος της συνομιλίας ήταν ως εξής: Ο
θείο Μουσά θα ζητούσε συνάντηση με τον πρωθυπουργό, θα τον παρακαλούσε σύντομα
και θα του μιλούσε με αξιοπρέπεια και όχι με δουλοπρέπεια. Ο Tίμο τον συνόδευε, παρακαλώντας να τον ενημερώσει
μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό.
Τρεις μέρες αργότερα, ο Τίμο μου είπε
να πάω σε αυτόν γιατί ο θείο Μουσά είχε
έρθει. Ο θείο Μούσα μας είπε πάνω- κάτω τα εξής:
- Σήμερα το πρωί με ενημέρωσαν ότι ο
Μεχμέτ Σέχου θα με δεχόταν στο γραφείο στις 12:00. Όταν μπήκα στο γραφείο του,
δεν σήκωσε το κεφάλι του για να με κοιτάξει, ούτε μου είπε να καθίσω στην πολυθρόνα,
αλλά συνέχισε να διαβάζει κάτι σημειώσεις. Κατάλαβα ότι η κατάσταση ήταν πολύ
κρύα. Χωρίς να πει «κάθισε!», Με ρώτησε:
- Πες μας γρήγορα και σύντομα, γιατί
ήρθες, γιατί δεν έχω χρόνο.
Όταν μου μίλησε έτσι, είπα στον εαυτό
μου ότι έκανα λάθος που ήρθα. Μετά,
σκέφτηκα μέσα μου:
"Συγκρατήσου Μουσά, μην τα παρατάς!"
Απάντησα:
- Γιέ μου! Σε αποκαλώ γιέ μου, γιατί ο
πατέρας σου είναι στην ηλικία μου. Πριν σου πω γιατί ήρθα, περιμένω να μου πεις:
‘’Κάθισε,
γιατί σε κούρασαν αυτές οι σκάλες! " Φαινόταν να θύμωσε:
- Αα, - είπε, - μα εσύ ήρθες να μας
μάθεις πώς να συμπεριφερόμαστε! Άφησε τα περιττά λόγια και μίλα γρήγορα!
Του εξήγησα, όπως μιλήσαμε μαζί. Ότι έχω
ανάγκη από μια σύνταξη. Δεδομένου ότι η σύνταξη γήρατος δεν μου ανήκει από το
νόμο, αφού δεν έχω συμπληρώσει τα χρόνια εργασίας, τουλάχιστον δώσε την εντολή
να μου χορηγηθεί μια πατριωτική σύνταξη. Του είπα ότι, με τις υπηρεσίες που έχω
προσφέρει σε αυτήν τη χώρα από τις ημέρες της τουρκικής κυριαρχίας, μια τέτοια
σύνταξη μου άξιζε. Με κοίταξε με λυπημένα μάτια. Τότε στράφηκε σε μένα αυστηρά:
- Ώστε θέλεις πατριωτική συνταξιοδότηση
κύριε! Πατριωτική Σύνταξη! Τι την πέρασες την εξουσία του λαού, ένα καζάνι
που δίνει συντάξεις στους προδότες, σε εκείνους που έχουν υπηρετήσει επτά βασίλεια
και ποιος ξέρει ποια άλλη σημαία κρατούσες κρυμμένη;
Αυτές οι λέξεις με χτύπησαν σαν αστραπή
στο κεφάλι, αλλά δεν τα παράτησα:
- Με συγχωρείς, - είπα, - που έφαγα τον
πολύτιμο χρόνο σου και σου χάλασα το αίμα σου! Αλλά σε παρακαλώ, - πρόσθεσα, -
πες μου μερικά από αυτά τα βασίλεια που έχω υπηρετήσει εις βάρος της Αλβανίας.
«Τι να σου πω», μου απάντησε, «τα
γνωρίζεις καλύτερα από εμένα». Να, ας ξεκινήσουμε με την Τουρκία, μετά την
Ελλάδα, μετά την Ιταλία και επίσης την Γερμανία. Δεν σου αρκούν αυτά;
"Αυτά μου αρκούν", του είπα. -
Ευχαριστώ που μου το υπενθύμισες, το είχα ξεχάσει. Τώρα συνειδητοποιώ ότι κακώς
χτύπησα αυτήν την πόρτα. Τώρα θα χτυπήσω την πόρτα της τουρκικής πρεσβείας,
μετά την ιταλικής, μετά τη γερμανικής, δυστυχώς δεν έχουμε ακόμα ελληνική
πρεσβεία, και θα τους ζητήσω να μου δώσουν μια πατριωτική σύνταξη. Τι ηλίθιος
που είμαι, γιατί δεν πήγα εκεί από την αρχή, γιατί θα είχα πάρει όχι μία, αλλά
τρεις συντάξεις…!
Μόλις είπα αυτά, άνοιξα την πόρτα και
έφυγα. Όταν έκλεισα την πόρτα, παρατήρησα ότι με κοίταζε με έκπληξη. Όταν κατέβηκα
κάτω, οι αξιωματικό της φρουρά που ήταν κοντά στην είσοδο με πλησίασαν:
Κύριε! Ήσουν στο Πρωθυπουργό;
- Ναι, τους απάντησα.
- Ο Πρωθυπουργός σου ζητά να επιστρέψεις
στο γραφείο.
- Δεν μπορώ, - είπα, - δεν αντέχω αυτές
τις σκάλες για δεύτερη φορά.
- Μην ανησυχείς, θείε, θα σε σηκώσουμε
εμείς. Αν δεν σε πάμε στο γραφείο του, δεν έχουμε πουθενά να κρυφτούμε, γιατί μας
είπε:
"Φέρτε μου εκείνον τον ασπρομάλλη
γέροντα στο γραφείο!"
Όταν μπήκα στο γραφείο, μου είπε με ένα
χαμόγελο:
- Κάθισε! Τότε μου έδωσε το πακέτο με τα
τσιγάρα.
«Δεν καπνίζω», του είπα, «Αλλά θα το
πάρω, γιατί έτσι πάει η δουλειά».
Μετά έβηξε, μου μίλησε μαλακά:
- Άκου, θείε Μουσά. Μην μας παρεξηγήσεις,
αρπαζόμαστε γιατί μας κάνει η δουλειά και τα προβλήματα μας, που είναι
μεγαλύτερα από ό,τι νομίζεις. Πριν δεν σου φέρθηκα καλά. Μη με παρεξηγήσεις.
Τώρα πήγαινε σπίτι και δεν έχεις καμία δουλειά να πας στην Εκτελεστική Επιτροπή.
Θα δώσω εντολή στην Εκτελεστική Επιτροπή να έρθει στο σπίτι σου με το
αυτοκίνητό μου και να δώσεις χαιρετισμούς στη γριά σου.
Έτσι χωρίσαμε. Η περιγραφή αυτής της
συνάντησης τράβηξε λίγο παρά πάνω. Αλλά νομίζω ότι αξίζει να την διηγηθούμε,
για να συμπληρώσω τον χαρακτήρα του αξέχαστου Μουσά Ντέμη
Καθηγητής Κρίστο Φράσερη 9
1. Ο Χαϊρεντιν Ισούφι (Hajredin Isufi) γεννήθηκε στο χωριό Ρέζανη της Θεσπρωτίας το 1935. Το 1962. Ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Σχολή Ιστορίας και Γλωσσών στα Τίρανα. Κατά την περίοδο 1964-2013 μελέτησε την ιστορία της Τσαμουριάς. Έχει δημοσιεύσει διάφορες μελέτες και βιβλία μεταξύ των οποίων το ‘’JASIN SADIKU KAPEDANI CAM. – Γιασίν Σαντίκ Καπετάνιος Τσάμης’’ και το εν λόγω βιβλίο ‘’Musa Demi dhe qëndresa çame 1800-1947- Ο Μουσά Ντέμη και η αντίσταση των Τσάμηδων 1800-1947’’.
2. Γραμμένος Μιχαήλ, γεννήθηκε στην Κορυτσά το 1871 και απεβίωσε το 1931. Συγγραφέας του βιβλίου ‘’ “Kryengritja shqiptare- Η Αλβανική εξέγερση (του 1908)’’
3. Ο Αλί Ντέμη Γεννήθηκε στο Φιλιάτι Θεσπρωτίας το 1918 . Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Κ.Κ. Αλβανίας. Σκοτώθηκε το 1943 σε μάχη εναντίον των γερμανικών δυνάμεων, στην περιοχή του Αυλώνα. Τον Μάιο του 1944, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός δημιούργησε και ονόμασε προς τιμήν του μια μικτή μονάδα αποτελούμενη από Έλληνες και Τσάμηδες, το Δ΄ Τάγμα «Αλί Ντέμη» του 15ου συντάγματος του ΕΛΑΣ.[3]
4. Ο Βεχήπ Ντέμη γεννήθηκε το 1913, στο Φιλιάτι . Το 1914, η οικογένειά του εγκατέλειψε το Φιλιάτι και εγκαταστάθηκε στην Κονίσπολη. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής φασιστικής κατοχής της Αλβανίας (1939-1944), ο Βεχήπ μαζί με άλλους Αλβανούς, δημιούργησαν την πρώτη κομματική οργάνωση αυτής της επαρχίας, την οποία και ονόμασαν "Cameria". Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 εργάστηκε ως δημοσιογράφος του οικονομικού τομέα στην εφημερίδα "Zeri i Popullit" (Η φωνή του Λαού), κομματικό όργανο του Κ.Κ.Αλβανίας. Στη Διάσκεψη του ΚΚΑ στα Τίρανα το 1956 κατήγγειλε τα προνόμια που είχαν αποκτήσει η ανώτερη ηγεσία του ΚΚΑ, το Πολιτικό Γραφείο καθώς και την σύζυγο του Εμβέρ Χότζα, την Νατζμία Χότζα. Το αποτέλεσμα ήταν να διωχθεί και να σταλεί σαν απλός εργάτης στο χωριό Σκράπαρι και στη συνέχεια στον Αυλώνα όπου πέθανε κάτω από πολύ ύποπτες συνθήκες, το 1960. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγγενών του, δηλητηριάστηκε από την Κρατική Ασφάλεια στο νοσοκομείο του Αυλώνα, ακριβώς όταν ξεκίνησε η επίθεση κατά των λεγόμενων "H Ομάδα των συνωμοτών Τσάμηδων’’.
.O Ναΐμ Μπέη Φράσερη γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1846 και μεγάλωσε με τα αδέλφια του, Αμπντούλ και Σάμι, στο χωριό Φράσερι, στις νότιες πλαγιές των βουνών του Τομόρ, της Βόρειας Ηπείρου. Ιστορικός, δημοσιογράφος, ποιητής, εθνεργάτης και μεταφραστής που ανακηρύχθηκε εθνικός ποιητής της Αλβανίας. Θεωρείται πρωτοπόρος της σύγχρονης Αλβανικής λογοτεχνίας και μία από τις πιο σημαντικές αλβανικές πολιτιστικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα. Γνώριζε αρκετά καλά πολλούς πολιτισμούς και γλώσσες όπως η αραβική, αρχαία και σύγχρονη ελληνική, γαλλική, ιταλική, οθωμανική τουρκική γλώσσα και περσική. Ήταν ένας από τους λίγους άντρες στους οποίους η λογοτεχνική κουλτούρα του Δυτικού και του Ανατολικού κόσμου ήταν εξίσου γνωστή και πολύτιμη. Έζησε στα Ιωάννινα. Είχε μια ισχυρή μπεκτασήδικη ανατροφή. Είχε στο ενεργτικό πλούσια συγγραφή βιβλίων και πονημάτων. Απεβίωσε στις 30 Οκτωβρίου 1900.
6. Μεχμέτ Ισμαήλ Σέχου (Mehmet Ismail Shehu), 10 Ιανουαρίου 1913 – 17 Δεκεμβρίου 1981) ήταν Αλβανός κομμουνιστής πολιτικός που υπηρέτησε ως ο 23ος πρωθυπουργός της Αλβανίας από το 1954 έως το 1981. Ο Μεχμέτ Σέχου μοιράστηκε την εξουσία με τον Ενβέρ Χότζα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με επίσημες πηγές της αλβανικής κυβέρνησης, αυτοκτόνησε στις 17 Δεκεμβρίου 1981. Μετά το γεγονός αυτό συνελήφθη και φυλακίστηκε ολόκληρη η οικογένεια Σέχου (η σύζυγός του Φιτσιρέτε Σέχου Σαντζακτάρι, γιοι και άλλοι συγγενείς του) ενώ ο ίδιος ο Μεχμέτ Σέχου ανακηρύχθηκε ως ένας «από τους πιο επικίνδυνους προδότες και εχθρούς της χώρας του». Ωστόσο συντηρούνται φήμες, πως ο Σέχου δολοφονήθηκε στην πραγματικότητα μετά από εντολές του Χότζα.
7. Ο Niazi Demi γεννήθηκε το 1919 στο Φιλιάτι, Θεσπρωτίας. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Τιράνων, στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Το 1942 εντάχθηκε στις τάξεις του Αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και το 1943 έγινε πολιτικός επίτροπος των ταξιαρχιών της περιοχής Μπεράτι. Μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε αρχικά σύμβουλος του Αλβανού πρεσβευτή στην ΕΣΣΔ και αργότερα Υπουργός Εμπορίου της Αλβανίας.
8.Ο Ταχίρ Ντέμι, ήταν μέλος της οικογένειας Ντεμάτων. Γεννήθηκε στο Φιλιάτι Θεσπρωτίας το 1919. Το 1930 σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Τιράνων. Το 1943 εντάχθηκε στο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου