" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ελευθερία Μαντά


 

Μιά κριτική του βιβλίου από την Ελευθερία Μαντά, σε μετάφραση του φίλου Ανδρέα Ρίζου:

Οι Τσάμηδες Αλβανοί της Ελλάδας: μια τεκμηριωμένη ιστορία

Ελευθερία Μαντά 

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα

Δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο: 01 Αυγ 2013.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

The Cham Albanians of Greece: a documentary history (Οι Αλβανοί Τσάμηδες της Ελλάδας: μια τεκμηριωμένη ιστορία), επιμέλεια Elsie Robert και Destani Bejtullah σε συνεργασία με το The Centre for Albanian Studies (Κέντρο Αλβανικών Σπουδών), Λονδίνο, I.B. Tauris, 2013, xliv + 455 σελ., US$89.88 (paperback), ISBN 978-1-780760-00-1

Η πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή που εκπονήθηκε από τον Robert Elsie, τον γνωστό συγγραφέα πολλών βιβλίων για την αλβανική ιστορία και τον πολιτισμό, και τον Bejtullah Destani, ιδρυτή και διευθυντή του Κέντρου Αλβανικών Σπουδών στο Λονδίνο, συγκεντρώνει 102 έγγραφα από διάφορες πηγές. Στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για πρωτότυπα έγγραφα που προέρχονται από τα Βρετανικά Δημόσια Αρχεία και το Υπουργείο Εξωτερικών, υπουργικές επιστολές και εκθέσεις, υπομνήματα, επίσημα έγγραφα των επιτροπών και των διαδικασιών της Κοινωνίας των Εθνών. Ορισμένα είναι επανεκδόσεις στα αγγλικά άρθρων σε αλβανικές εφημερίδες και επιστολές σημαντικών προσώπων ή επιτροπών των Τσάμηδων στο εξωτερικό που είχαν προηγουμένως δημοσιευθεί στα αλβανικά. Μερικά είναι επανεκδόσεις εγγράφων που προέρχονται από άλλες μονογραφίες για την ιστορία του τσάμικου πληθυσμού.

Τα έγγραφα που επιλέχθηκαν αφορούν όλες τις περιόδους της παρουσίας του πληθυσμού των Τσάμηδων στην Ήπειρο από το 1889 έως το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι ταξινομημένα χρονολογικά και ομαδοποιημένα σε τρία μέρη: (α) από την Οθωμανική Αυτοκρατορία έως τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και υπάρχει μόνο ένα έγγραφο που αφορά τον 19ο αιώνα, ενώ τα υπόλοιπα χρονολογούνται από το 1913 και μετά, (β) από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) έως το 1932 και (γ) από το 1940 έως το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Πριν από τις πλήρεις εκδόσεις των κειμένων προηγείται ένας αναλυτικός κατάλογος των εγγράφων που αναφέρει τη χρονολογία του καθενός και μια σύντομη περίληψη του περιεχομένου του. Δεδομένου ότι ο Κατάλογος στερείται οποιασδήποτε ένδειξης σχετικά με την πηγή κάθε εγγράφου (αρχειακή ή άλλη) και τον αριθμό των σελίδων όπου μπορεί να βρεθεί, όλα αυτά τον καθιστούν ελάχιστα χρήσιμο για τους μελετητές.

Μετά τον Κατάλογο των εγγράφων και τους χάρτες που παρουσιάζονται στο βιβλίο ακολουθεί μια Εισαγωγή, η οποία συντάχθηκε από τον Robert Elsie και αφηγείται συνοπτικά την ιστορία του πληθυσμού των Τσάμηδων στην Ελλάδα. Η Εισαγωγή καλύπτει σε λίγες σελίδες την περίοδο μεταξύ των βυζαντινών χρόνων και των συνεπειών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κλείνει με μια αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις και τις μελλοντικές προοπτικές των αιτημάτων των Τσάμηδων Αλβανών κατά του ελληνικού κράτους ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος.

Όπως δηλώνει ο ίδιος ο Robert Elsie, στόχος του τόμου είναι 

να συγκεντρώσει για πρώτη φορά στα αγγλικά έναν μεγάλο αριθμό ιστορικών εγγράφων σχετικά με Τσάμηδες και τους Αλβανούς Τσάμηδες ως εθνοτική μειονότητα στην Ελλάδα, προκειμένου να παράσχει καλύτερη κατανόηση της ιστορίας τους και του Τσάμικου ζητήματος

να "ρίξει φως σε ένα παραμελημένο κεφάλαιο της νότιας βαλκανικής ιστορίας"- και να "παράσχει μια απαράμιλλη ιστορική καταγραφή της ιστορίας των Τσάμηδων ... απαραίτητη για τους μελετητές της βαλκανικής ιστορίας". 

Έτσι, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν στο τέλος επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος. Αυτό που χρειάζονται οι μελετητές είναι- πλήρης κάλυψη της περιόδου που προαναφέρθηκε, τεκμηριωμένες πληροφορίες, πρωτοτυπία, αντικειμενικότητα και επιστημονική προσέγγιση. Με μια πρώτη ματιά, η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι "ναι", ο στόχος επιτυγχάνεται. Το βιβλίο περιέχει μια μάλλον ισορροπημένη Εισαγωγή και μια ποικιλία εγγράφων που ρίχνουν φως σε διάφορες πτυχές του θέματος.

Ωστόσο, μια πιο προσεκτική και λεπτομερής ανάγνωση του βιβλίου αναδεικνύει στοιχεία που θα μπορούσαν να θολώσουν αυτή την πρώτη εντύπωση. Αφήνοντας στην άκρη μια ευρύτερη συζήτηση καθαρά ιστορικών θεμάτων, θα μπορούσαμε να απομονώσουμε ορισμένα παραδείγματα του είδους:

(α) Η Ήπειρος αναφέρεται επανειλημμένα ως "αλβανόφωνη περιοχή" ή απλώς ως "αλβανική" αγνοώντας το γεγονός ότι η περιοχή κατοικείτο από έναν κυρίαρχο ελληνικό πληθυσμό τουλάχιστον στα νότια τμήματα, καθώς και από άλλες κοινότητες, όπως Βλάχους, Οθωμανούς μέχρι το 1923 και άλλους, ένα συνηθισμένο φαινόμενο στα Βαλκάνια κατά την οθωμανική εποχή.

(β) Ο όρος "αλβανικά νότια σύνορα στην Άρτα" χρησιμοποιείται για μια περίοδο που η ίδια η Αλβανία ήταν "περισσότερο θεωρητική παρά πραγματική", όπως παραδέχεται ο συγγραφέας στην Εισαγωγή.

Επίσης, η χρήση της φράσης "επιστροφή της περιοχής της Τσαμουριάς στην Αλβανία" είναι ιστορικά λανθασμένη, αφού η περιοχή της Τσαμουριάς δεν ανήκε ποτέ στην Αλβανία.

(γ) Επιχειρήματα όπως το ότι η Τσαμουριά είναι σήμερα μια αραιοκατοικημένη περιοχή και ότι αν επιτραπεί στους Τσάμηδες Αλβανούς να επιστρέψουν θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, έχουν ήδη προταθεί από άλλους Βρετανούς μελετητές στο παρελθόν. Παρ' όλα αυτά, στερούνται ρεαλιστικής βάσης ή επιστημονικής αξίας- το μόνο που αποκαλύπτουν είναι οι σχέσεις του συγγραφέα.

(δ) Ένα μεγάλο μέρος των εγγράφων που επιλέχθηκαν είναι ήδη γνωστά στο κοινό και στους μελετητές της βαλκανικής ιστορίας, καθώς έχουν δημοσιευθεί στο παρελθόν είτε σε άλλες αρχειακές συλλογές είτε σε παραρτήματα που περιλαμβάνονται σε μονογραφίες σχετικά με την ιστορία της κοινότητας των Τσάμηδων. Από την άλλη πλευρά, η επιλογή των φωτογραφιών των Τσάμηδων προσφύγων το 1945-47 που δείχνει τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στο αλβανικό κράτος, είναι πραγματικά μοναδική και εντυπωσιακή.

(ε) Παρά το γεγονός ότι τα βρετανικά αρχεία είναι πλούσια σε έγγραφα που αφορούν τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι αλβανικές συμμορίες και οι μονάδες πολιτοφυλακής των Τσάμηδων συνεργάζονταν με τις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής και καταδίωκαν τους Έλληνες πολίτες, οι συντάκτες του βιβλίου δεν κατάφεραν να συμπεριλάβουν κανένα από αυτά τα έγγραφα στη συλλογή, αφήνοντας έτσι στο σκοτάδι μια σημαντική και πιο αμφιλεγόμενη περίοδο της ιστορίας των Τσάμηδων. Τα μόλις δύο έγγραφα που χρονολογούνται από εκείνα τα χρόνια και συγκεκριμένα από το 1944, δηλαδή δύο επιστολές της Ανώτατης Γερμανικής Διοίκησης Νοτιοανατολικής Ευρώπης, είναι μεταφράσεις στα αγγλικά του γερμανικού πρωτοτύπου που προέρχονται από πηγή που δεν αναφέρεται στο βιβλίο.

Ωστόσο, μια σύντομη έρευνα αποδεικνύει ότι οι δύο αυτές επιστολές προέρχονται από το Παράρτημα Εγγράφων μιας πρόσφατης ελληνικής έκδοσης για το θέμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή είναι η μόνη περίπτωση σε ολόκληρο το βιβλίο που δεν γίνεται αναφορά στην αρχική έκδοση των εγγράφων.

(στ) Ένα σχεδόν πανομοιότυπο σχόλιο θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σχετικά με την επιλογή των συντακτών να μην συμπεριλάβουν κανένα έγγραφο που να χρονολογείται από την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά στην Ελλάδα (1936-40), μια ομολογουμένως δύσκολη χρονική περίοδο που προκάλεσε πολλά δεινά όχι μόνο στους Αλβανούς της χώρας, αλλά και σε άλλους "εχθρούς" του καθεστώτος, όπως οι Σλαβόφωνοι, οι κομμουνιστές και άλλοι. 

Οι καταπιέσεις που λαμβάνουν χώρα εκείνα τα χρόνια θα έπρεπε να έχουν παρουσιαστεί και τεκμηριωθεί διεξοδικά.

Όλα αυτά είναι ενδεικτικά του γεγονότος ότι ο απώτερος στόχος των συντακτών ήταν να δημιουργήσουν μια προσιτή και εύχρηστη συλλογή εγγράφων στην αγγλική γλώσσα, σημείο αναφοράς για τη διεθνή ιστοριογραφία και για όποιον επιθυμεί να αναζητήσει πληροφορίες για την ιστορία και την τύχη του Τσάμικου πληθυσμού της Ηπείρου.

Ωστόσο, δεν φτάνει την ποιότητα, την αντικειμενικότητα και τα υψηλά επιστημονικά πρότυπα προηγούμενων συλλογών εγγράφων που συνέταξαν άλλοι Αλβανοί μελετητές για το θέμα.

Ο τόμος ολοκληρώνεται παρέχοντας στους μελετητές έναν αναλυτικό και χρήσιμο κατάλογο βιογραφικών σημειώσεων για ορισμένα πρόσωπα που αναφέρονται στα έγγραφα και ένα Γλωσσάριο των τοπωνυμίων που παρατίθενται στην αλβανική και ελληνική τους μορφή.

Ελευθερία Μαντά 

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα

Δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο: 01 Αυγ 2013.

http://dx.doi.org/10.1080/14683857.2013.821309

Southeast European and Black Sea Studies 3

Δεν υπάρχουν σχόλια: