" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014


ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΚΑΣΝΕΤΣΙ

Είχα πάει να βάλω ένα ποτήρι νερό και γύρισα στο θάλαμο. Η ιστορία με το στοιχειό της Σκάλας του Ζωργιάνου που μου διηγήθηκε ένας γέρος από το Πιτσάρι, μ' είχε επηρεάσει κι ας μη την πίστεψα.
Άμα μένεις στις ερημιές μονάχος όλη την ημέρα σκέφτηκα, τη νύχτα βλέπεις στοιχειά και τέρατα…
Μπήκα χαμογελώντας στο θάλαμο. Το φεγγάρι έλουζε γλυκά το άχαρο δωμάτιο. Οι μορφές των γερόντων είχανε πάρει ένα μεταλλικό χρώμα, αγάλματα ξεχασμένα στα κρεβάτια του πόνου.
-Μου φέρνεις και μένα ένα ποτήρι νερό; Μια ψιλή φωνή μ' έβγαλε από τις σκέψεις μου.
-Μετά χαράς, απάντησα κι έβαλα ένα ακόμη ποτήρι κρύο νερό για τη γερόντισσα που φρόντιζε μέρες τώρα τον άρρωστο άντρα της και δεν έφευγε καθόλου από κοντά του.
_Τη δροσιά του νάχεις, μου ψιθύρισε, κι είπιε δυό γουλιές απ' το ποτήρι.
_Γιά, όπως το πίνω εγώ το νερό, έτσι το ρούφαγε και το στοιχειό στο Μπογάζι συνέχισε, σα να μονολογούσε.
-Τι λες κυρά-Μαρία, τη ρώτησα, αλλά ήξερα από πριν ότι η κουβέντα για τα στοιχειά, δε θα τελείωνε εύκολα απόψε.
_Τόειδα σου λέω, τόειδα με τα μάτια μου, κι ήτανε μέρα μεσημέρι! Ούτε φεγγάρι ούτε κουραφέξαλα. Ήμουνα τσιουπροπούλα δώδεκα χρονώ. Όλη τη μέρα έβοσκα τα πρόβατα κάτω απ' το κάστρο. Ήταν αρχές καλοκαιριού ακόμα, αλλά ο ήλιος έκαιγε πολύ. Τα ζωντανά σταλίζανε κι εγώ ξεκουραζόμουνα κάτω απ' τον ίσκιο μιας ελιάς.
Λίγο η ζέστα, λίγο η κούραση, λίγο το ρυάκι απ' το Μπογάζι που κελάϊδαγε, με πήρε ένας ύπνος γλυκός καλοκαιριάτικος κι έβαλα για προσκέφαλο ένα λιθάρι στρογγυλό απ' το ποτάμι.
Όπως έκαμα να το τραβήσω, κοιτώ κατά τον Καλιά ψηλά στην κορφή, και τι να ειδώ!
Τα χορτάρια και τα κοντοπούρναρα παραμέραγαν, σα να φύσαε αέρας δυνατός, σα να πέρναγαν οι φαντάροι οι παλιοί με τ' άρματά τους και τα' αλόγατα.
Σκιάχτηκα, τι να σου πω, μ' έκοψε κρύγιος ιδρώτας! Σκιάχτηκα και για τα ζωντανά, πούχαν σκώσει τα κεφάλια τους στο στάλο και μύριζαν τον αέρα…
Είχα ακούσει τόσες ιστορίες για το στοιχειό που κατεβαίνει απ' το Κασνέτσι για να πιεί νερό, που πριν το δω με τα μάτια μου είχα σιγουρευτεί ότι ήταν εκείνο.
Μαρμάρωσα, τα χέρια και τα ποδάρια μου δεν κούναγαν ρούπι.
Εξόν από τον αέρα, κάτι σα ρούφουλα, δεν ακουγόντανε τίποτες άλλο. Αυτό κατέβηκε και σίμωσε στο νερό. Ήτανε ένα φίδι μεγάλο και σέρνουνταν προς τα μένα.
Η ουρά δεν είχε τελειωμό και για κεφάλι είχε το κορμί από γεροδεμένου άντρα με κεφάλι μικρού παιδιού. Με γένια και κέρατο στο κούτελο, όπως σου τά ΄πε ο κυρ-Κώστας και δεν τον πίστευες!
Με κατάλαβε και με κοίταξε με κείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια, κι ακόμα ανατσιργιάζω που το θυμιέμαι!
Το πετσί του γυάλιζε στον ήλιο καφετί, τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου, κι εγώ παρακάλαγα ν' ανοίξει η γης να με καταπιεί για να κρυφτώ, αλλά ύστερ' από λίγο μαγεύτηκα κι απλά κοιτάγαμε ο ένας τον άλλο.
Αυτό έκαμε μια απότομη στροφή κι ανηφόρισε για το Κασνέτσι. Έφευγε και μούφυγαν τα μάγια και ξανάρθε ο φόβος!
Έβγαλα τα ζωντανά από το στάλο κι έτρεξα κοντά στον πατέρα μου που έκοβε χορτάρια με την κόσα στα χωράφια παραπέρα.
_Είδα το στοιχειό του φώναξα, πάμε να φύγουμε, μπορεί να ξανακατεβεί απ' το Κασνέτσι!
_Μη σκιάζεσαι κόρη μου, μου είπε, δε θα μας πειράξει, είναι ο φύλακας του κάστρου που φυλάει το θησαυρό. Τόχω δει κι εγώ, τόχουν δει κι άλλοι, κανέναν δεν πείραξε. Αλιά κι αλίμονο σ'  όποιον ανεβεί στο κάστρο για το θησαυρό!
Μην πατήσεις το ποδάρι σου στο καταραμένο κάστρο!
Όλα τα χαλάσματα έχουν στοιχειά, αλλά αυτό είναι το χειρότερο!
Ήμουνα νιά και γέρασα, βόσκησα χρόνια τα πρόβατα κάτω απ' το Κασνέτσι, αλλά στο κάστρο δεν ανέβηκα ποτές.
Ούτε και το στοιχειό δεν το ξανάδα!

Έσκυψα το κεφάλι μπερδεμένη. Δυό ιστορίες για στοιχειά, ίδια κι απαράλλαχτα σε δυο κάστρα, πήγαιναν πολύ για μια Αυγουστιάτικη βραδιά.
 Ευτυχώς μια κυρία από την Παραμυθιά στο απέναντι κρεβάτι, ροχάλιζε.

Δεν θ' άντεχα ν' ακούσω τρίτη ιστορία σ' αυτή τη "στοιχειωμένη" βάρδια…

Λεμονιά Παππά, Ράγιο, 2014.


Δεν υπάρχουν σχόλια: