" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014


ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΤΟΥ ΖΩΡΓΙΑΝΟΥ.

Ήμουνα στο νοσοκομείο στο Φιλιάτι, ένα βράδυ στις αρχές Αυγούστου. Φρόντιζα τον κυρ-Κώστα, ένα λεβεντόγερο από το Πιτσάρι (Αετό).
Ανοίξαμε το παράθυρο να πάρουμε αέρα. Η νύχτα ήτανε ζεστή και το φεγγάρι έλουζε την πλαγιά με τα πεύκα.
Ο κυρ-Κώστας στριφογύριζε ανήσυχος στο κρεβάτι του. Είχε όρεξη για κουβέντα, μα κι εγώ δεν πήγαινα πίσω.
_Την ξέρεις τη Σκάλα του Ζωργιάνου ώρε τσιούπρα; με ρώτησε.
_Όχι του απάντησα.
_Α! αναστέναξε. Θα σου πω μια ιστορία από τα νιάτα μου. Ήμουνα στα χρόνια σου, και βόσκαγα τα πρόβατα στις πλαγιές και τα λαγκάδια. Όταν μούσγκωνε τα κατέβαζα στον Καλαμά για πότισμα. Στα πλατάνια κάτω απ' τη Σκάλα του Ζωργιάνου.
Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία, αλλά μια νυχτιά σαν τη σημερνή, μ' ολόγιομο φεγγάρι, είδα μπροστά μου το στοιχειό!
Όσο ζυγώναμε στο ποτάμι, τα σκυλιά έκαναν σα βουρλισμένα και στο τέλος τσιούλωσαν σα να πέρναγαν από κοντά τους δέκα λύκοι πεινασμένοι.
Τα πρόβατα σήκωναν τις μουσούδες τους στον αέρα κι οσμίζουνταν το θεριό!
Εγώ στην αρχή δεν κατάλαβα, δε μούκοψε γιατί αλαφιαστήκανε τα ζωντανά.
Είπαμαν, ήμουνα νιος και δεν καταλάβαινα από φόβο, έπιανα το λιθάρι και τόστιβα σαν το λεϊμόνι!
Αλλά μόλις το είδα μαρμάρωσα! Ήταν σκυμμένο στην άκρη το ποτάμι κι έπινε νερό. Με κάθε γουλιά κατάπινε το μισό Καλαμά. Γύρισε και με κοίταξε με κάτι μεγάλα μαύρα μάτια.
_Πώς ήτανε; τον ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
_Α! Ήταν ψηλό ίσα μ' ένα θερίον άντρα, αλλά είχε κορμί φιδιού. Δεν είχε ποδάρια, αλλά δεν σέρνονταν. Στεκόντανε πάνω στην ουρά του και περπάταγε!
Το κεφάλι του ήτανε σαν κούτσικου παιδιού αλλά είχε γένια στο πηγούνι και στο κούτελο ένα μεγάλο κέρατο.
Το κορμί του γυάλιζε σα νάτανε βρεμμένο από τη δροσιά, ανοιχτό καφέ ένα πράμα.
Αυτό, με κοίταξε για λίγο ακόμα και μετά ορθό όπως ήταν κίνησε κατά τη σκάλα.
Τόβλεπα που ξεμάκραινε στο φως του φεγγαριού, ώσπου χάθηκε στα χαλάσματα της κούλιας πάνω στην κορφή.
Αν δε με πιστεύεις, μα την αλήθεια, θα σε πάρω μαζί όταν φύγω από δω μέσα, μου είπε, και θα το δεις με τα ίδια σου τα μάτια! Εγώ το ξανάδα πολλές φορές, αλλά από μακριά. Ειν΄εκεί, μέσα στα χαλάσματα και φυλάει τα φλουριά.
Όποιος βαρέθηκε τη ζωή του, ας πάει τη νύχτα να του τα πάρει…

Αυτά είπε ο γέρος και με κοίταξε με μάτια περίεργα, σαν του στοιχειού, για να δει αν τον πίστεψα…

Λεμονιά Παππά,  Ράγιο 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: