" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Γιώργος Μαργαρίτης. Μουργκάνα





Πρώτες παρατηρήσεις για τη Μουργκάνα στο κείμενο του Γ. Μαργαρίτη, από το βιβλίο Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946-1949.

Όταν είχα διαβάσει το έργο του Γ. Μαργαρίτη, δεν είχα ψάξει το θέμα της Μουργκάνας τόσο πολύ. Σήμερα όμως μπορώ να κάνω κάποιες παρατηρήσεις:

1. Η σχέση των ανταρτών με τους ντόπιους.
 Γράφει: "…Η περίκλειστη Μουργκάνα δεν ήταν σε θέση να θρέψει τον ίδιο της τον πληθυσμό και η άφιξη χιλίων ή χιλίων πεντακοσίων ανταρτών θα έπρεπε κανονικά να οδηγήσει τα πράγματα στο αδιέξοδο…"[1] Το συμπέρασμα όμως είναι:
"…[Ο Δημοκρατικός Στρατός] έφερε μαζί του και αγαθά. Με τα αγαθά αυτά μπόρεσε να ανταμείψει τις πρώτες υπηρεσίες των κατοίκων[2]…να ξεκινήσει με άλλα λόγια, μια οικονομική δραστηριότητα στα ορεινά και αποκομμένα χωριά. Η δραστηριότητα αυτή, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση, ίσως βελτίωσε τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων…"[3]  Έφεραν τον πόλεμο στην περιοχή τους, τους χρησιμοποίησαν νύχτα μέρα για την κατασκευή των αμυντικών έργων, τη μάχη της σοδειάς, τη μεταφορά των τραυματιών, την "επιδρομή[4]" στα έρημα χωριά, τους απέκοψαν από τις οικογένειές τους (οι…άντρες την είχαν κοπανήσει για το Φιλιάτι, αφήνοντας πίσω τα γυναικόπαιδα και τους γερόντους), εκτέλεσαν όσους είχαν αντίρρηση, στο τέλος πήραν τα παιδιά τους στο παραπέτασμα, αλλά…βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής!
"…Γύριζαν στον τόπο τους τα ξημερώματα [από τις αποστολές στα χωριά που οι κάτοικοί τους τα είχαν εγκαταλείψει] και το προϊόν της νύχτας κατανεμόταν, ανάλογα με το είδος του, στο κοινό όφελος και των ανταρτών και των κατοίκων."
Φυσικά δεν περίμενα από τον Γ. Μαργαρίτη να ξέρει καλά το Σούλι. Όμως πετάει το παρακάτω: "Οι λειτουργίες που διαμορφώθηκαν θύμιζαν ανάλογες καταστάσεις στο Σούλι του καιρού του Αλή Πασά.." Δηλαδή, μετά το πλιάτσικο, οι αντάρτες κι οι κάτοικοι μαζεύονταν στην πλατεία, όπως οι Σουλιώτες (!;) και μοίραζαν τα λάφυρα!
Ιδανική εκλαΐκευση της κατανομής του "πλούτου". Οι αντάρτες (και πολύ περισσότερο οι Σουλιώτες) στο ρόλο του Ρομπέν των δασών!
Μην ξεχνάμε όμως, ότι όταν έφυγε ο Δημοκρατικός Στρατός (προτιμώ αυτόν τον όρο, από τη στιγμή που δεν ενεργούσαν σαν αντάρτες) άφησε πίσω του τις αποθήκες της Επιμελητείας γεμάτες! (Πήρε μαζί του μόνο τα απαραίτητα, και δεν κατέστρεψε τα υπόλοιπα, ώστε να μην καταλάβουν στον Εθνικό Στρατό ότι αποχωρούν).
Ο Δήμος Βότσικας υπεύθυνος της επιμελητείας γράφει: "…επί ένα μήνα περίπου, όσοι εργάστηκαν στην συγκέντρωση της σοδειάς δεν κοιμόνταν περισσότερο από 5-6 ώρες το εικοσιτετράωρο. Έπιαναν δουλειά όταν έφεγγε και τέλειωναν όταν θάμπωνε. Πολλές φορές εργάζονταν και με το φεγγάρι…"[5] Φυσικά εργάζονταν κι οι αντάρτες, αλλά τη βασική δουλειά την έκαναν οι κάτοικοι της περιοχής! Αυτοί κουβαλούσαν και τους τραυματίες στα μετόπισθεν και την Αλβανία. Ο Γ. Μαργαρίτης προσπαθεί να μας πείσει ότι είχαν τη συναίνεση και τη στήριξη του πληθυσμού.
Ο Κ. Τσαντίνης γράφει όμως ως αυτόπτης μάρτυρας: "…το μαρτύριο μεταφορέων και μεταφερομένου συνεχιζόταν αδιάκοπο…Τα κουρασμένα πόδια των τραυματιοφορέων σκουντουφλούσαν στις κοφτερές πέτρες…[οι τραυματιοφορείς δοκίμασαν στο ρέμα να αδειάσουν τον τραυματία!] Τους παίρνει έγκαιρα είδηση ο συνοδός επονίτης. Στρέφει το όπλο κατά πάνω τους, απειλώντας ότι θα τους εκτελέσει την ίδια στιγμή. -Θα σας σκοτώσω, παλιοτόμαρα! Δολοφόνοι! Σαμποταριστές του αγώνα, ούρλιαζε ο επονίτης. Το αγριεμένο βλέμμα και η αποφασιστικότητά του δεν άφηναν περιθώρια για παρερμηνείες ως προς τις προθέσεις του…"[6] Αυτή πρέπει να ήταν πάνω-κάτω η σχέση κατοίκων ανταρτών κι όχι η ιδανική που προσπαθεί να περιγράψει ο Γ. Μαργαρίτης:"…η επίλυση των οικονομικών, επισιτιστικών προβλημάτων της μικρής επικράτειας της Μουργκάνας βοήθησε στο δέσιμο του ΔΣΕ με τους κατοίκους των χωριών…"[7] Αλλά και πιο κάτω ο Κ. Τσαντίνης, δείχνει καθαρά τις απόψεις των κατοίκων στο θέμα του "παιδοφυλάγματος": "…Έκπληκτοι και ξεροκαταπίνοντας τα σάλια μας χειροκροτήσαμε με ενθουσιασμό τον ομιλητή, χωρίς να δίνομε σημασία στο καχύποπτο βλέμμα των μανάδων μας, που γινόταν όλο και πιο βλοσυρό, όσο ο ενθουσιασμός μας μεγάλωνε, και σιγομουρμούριζαν μέσα από τα σφιγμένα τους δόντια: "Κοίταξε πως κάνουν τα σκασμένα! Φίδι που μας κουλούριασε! Θα ξεκινήσουν να πάνε μοναχά τους μέσα στην Αλβανία, δε θα μας χαμπερίσουν ντίπι!…-Δεν το πονάς το παιδί σου, συναγωνίστρια, είπε η διαφωτίστρια, που θέλεις να το κρατήσεις στο χωριό και δεν το στέλνεις να σπουδάσει στις Λ.Δ.; -Γέννησε και κουνάρησε πρώτα παιδιά κι ύστερα έλα να κουβεντιάσουμε αν πονάω ή όχι το παιδί μου, της απάντησε αποφασιστικά η μάνα μου… "[8]
Δεν θα στηριχτούμε στις αναφορές του Ν. Γκέιτζ για το θέμα, αλλά δεν θα υποστηρίξουμε και… βελτίωση συνθηκών ζωής!

συνεχίζεται…




[1] τ. Α΄σ. 400.
[2] Ο Κ. Τσαντίνης (τον οποίο χρησιμοποιεί ο Γ. Μαργαρίτης) γράφει: "…Χωρίς χρονοτριβή οι χωριανοί ξεχώρισαν κάμποσα "σφαχτά" και τα παρέδωσαν στους αντάρτες. Μάζεψαν όσο ψωμί μπορούσαν πρόχειρα και κάθε σπίτι ανέλαβε να παρασκευάσει μια φουρνιά ψωμί για το πεινασμένο στράτευμα των ανταρτών…" Κώστας Τσαντίνης, Μουργκάνα, Ένας δεύτερος Γράμμος, Αθήνα 1989, σ.23.
[3] σ. 398.
[4] Τον όρο "επιδρομή" για το πλιάτσικο, τον χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Μαργαρίτης.
[5] Βότσικας Δήμος, Στη θύελλα, Αναμνήσεις από την Εθνική Αντίσταση και τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην Ήπειρο και στη Δυτική Μακεδονία, Αθήνα 1985, σ. 245-246.
[6] Κώστας Τσαντίνης, σ.69.
[7] σ. 401. βλ. και "Ο φόβος της προδοσίας".
[8] Τσαντίνης, σ. 113-114.

Δεν υπάρχουν σχόλια: