«…Φτάσαμε
στο περιβόητο και πολυθρύλητο Ρουμπίκ της Αλβανίας, όπου θα ζούσαν έξι μήνες
400 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, προδομένοι μαχητές, καπετάνιοι και αξιωματικοί
του ΕΛΑΣ από την ηγεσία τους. Έξι μήνες βαριάς ψυχικής και σωματικής
δοκιμασίας. Έξι μήνες πρωτοφανών δυσκολιών και αντιξοοτήτων. Έξι μήνες μέσα σ’
ένα μεγάλο κοπάδι από αδέσποτα γουρούνια. Έξι μήνες αποκομμένοι από τον έξω
κόσμο, βλέποντας, όπως είχε πει πολύ εύστοχα ο Νίκος Παρούσης (Κουμπούρας),
μόνο 300 μέτρα θεό.
Το
Ρουμπίκ βρίσκεται στο δρόμο ανάμεσα στις πόλεις Ελμπασάν και Μπουρέλι, στο
νοτιοδυτικό μέρος. Το είχαν χρησιμοποιήσει οι Ιταλοί γιατί είχε στο υπέδαφός
του χαλκό. Έκτισαν εργοστάσιο με ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, ξύλινες παράγκες για
τους εργάτες, και τους μηχανικούς και τους τεχνικούς, μια λέσχη και δυο κτίρια
για συγκεντρώσεις και αποθήκες. Όμως αργότερα το εγκατέλειψαν. Το Ρουμπίκ δεν
είχε ούτε υδροδότηση, ούτε αποχέτευση, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης, αλλά
μια παλιά γεννήτρια που μας τροφοδοτούσε μ’ ένα πολύ αδύνατο φως, όπως το φως
μιας λαμπάδας. Οι δρόμοι ήταν τη νύχτα σκοτεινοί και μόνο η λέσχη είχε
δυνατότερο φως, όπου γίνονταν οι συνελεύσεις των πολιτικών προσφύγων. Πάνω από
τη λέσχη υπήρχε το θρυλικό πατάρι, όπου γίνονταν οι διάφορες διαλέξεις και τα
μαθήματα.
Βρισκόταν
σε μια χαράδρα, ανάμεσα σε δυο βουνά, το δεξιό ήταν γυμνό και πολύ απότομο και
το αριστερό ομαλό και δασωμένο, από το οποίο μαζεύαμε φασκόμηλο για το πρωινό
μας ρόφημα, ή για γιατρικό των αρρώστων, χωρίς ζάχαρη. Τη χαράδρα τη διέσχιζε
ένα ποτάμι, που το καλοκαίρι είχε πολύ λίγο νερό. Μια μικρή γέφυρα, «Γέφυρα των
στεναγμών» την είχα ονομάσει, ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού. Από τη γέφυρα
αυτή περνούσε κάποιο όχημα κι ανέβαινε τους απόκρημνους και δαιδαλώδεις δρόμους
του βουνού. Στην άκρη του ποταμού υπήρχε ένα μικρό καφενείο που πουλούσε ποτά
και καραμέλες, κυρίως κονιάκ, κι όποιος είχε λεφτά, πήγαινε κρυφά κάθε βραδάκι
κι έπινε…
Λίγο
αριστερότερα υψώνονταν δύο μονώροφα κτίρια, όπου κατοικούσαν υπολείμματα
ανθρώπων. Στο κέντρο υπήρχε ένας στενόμακρος δρόμος και στην άκρη του ποταμού
ένα πανύψηλο πέτρινο τείχος, που βυθιζόταν στο τέλος του λεγόμενου χωριού…
Τα
δρομάκια ανάμεσα στις ξύλινες παράγκες και στα δυο-τρία πέτρινα κτίρια ήταν
πολύ στενά. Το μόνο ομαλό μέρος, ήταν γύρω από τα γραφεία της Κομματικής
Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομάδας…»Αλέκος Κουτσούκαλης,Το Χρονικό μιας Τραγωδίας 1945-1949, σ. 34.
Τί χαλεύει ένα θεσπρωτικό ιστολόγιο στο...Ρουμπίκ; Εκεί έζησαν οι Θεσπρωτοί Σπύρος Κόκκορης, Νικόλα Παρούσης, Νικόλα Κιάμος, Γιάννη Μάστορας (Τζαβέλας), Μιχάλη Στολάκης (Καμίτσης), Άγγελος Δούπης, Ηλία Ρέγκας, και για λίγο ο Προκόπης κι ο Σπύρος Σκεύης.
Όλοι τους θα πρωταγωνιστήσουν αργότερα στη Μουργκάνα μαζί με άλλους συναγωνιστές τους του Ρουμπίκ, όπως τον Κώστα Ράφτη (Νεμέρτσικα), τον Βαγγέλη Παπαδόπουλο, (Φωκά), τον Αχιλλέα Βάη (Πετρίτη) τον Αλέκο Κουτσούκαλη, τον Χαρίση Ζδράβο, τον Αχιλλέα Λύκα (Κατή).
Από το βιβλίο της Μουργκάνας που συμπληρώνεται αργά και βασανιστικά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου