" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ. 70 χρόνια μετά.


ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ. 70 χρόνια μετά.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ" αρ. φ. 358/  11-12-2017  σ.9

Αυτές τις μέρες, συμπληρώνονται 70 χρόνια, από την αρχή μιας ιστορίας που έμελε να σημαδέψει ανεξίτηλα το θεσπρωτικό χώρο:
Τη διείσδυση του Δημοκρατικού Στρατού στη Μουργκάνα.
Από τότε, οι μνήμες αυτής της θρυλικής ιστορίας ζώνουν το κακοτράχαλο βουνό, όπως τα μαύρα σύννεφα τις κορφές του το χειμώνα!
Στις 26 Νοέμβρη του 1947 κάτω από καταρρακτώδη βροχή που θύμιζε τις βροχές που έπεσαν στον τόπο μας πριν από λίγες μέρες, οι μαχητές κι οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, κατάφεραν να περάσουν τα μπλόκα του Εθνικού Στρατού και να «διεισδύσουν» σ’ έναν παραδοσιακά δικό τους τόπο: Τη Μουργκάνα!
Χωρισμένοι σε δυο μεγάλες ομάδες, οι αντάρτες κινήθηκαν σαν λαβίδα που έσφιξε πάνω στο κακοτράχαλο βουνό.
Οι άντρες της περιοχής, μαζί με τους χωροφύλακες, πανικόβλητοι έσπευσαν να απομακρυνθούν, αφήνοντας πίσω τους τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες.
Το κράτος πιάστηκε στον ύπνο και το πλήρωσε ακριβά για ένα χρόνο περίπου.
Η Μουργκάνα άντεξε τις επιθέσεις, κι έγινε «το άπαρτο κάστρο της Λευτεριάς», ο «δεύτερος Γράμμος» στη Βορειοδυτική Ήπειρο.
Η VIII Μεραρχία πάνω στα Γιάννενα, πρόσθεσε τον πονοκέφαλο της Μουργκάνας σ’ εκείνο του Γράμμου. Με ένα τέτοιο οχυρό των Κομμουνιστών στα μετόπισθεν, ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της στο κέντρο του κινδύνου.
Άλλωστε, η Μουργκάνα είχε επιλεχθεί με πολύ προσοχή από το Αρχηγείο Ηπείρου του Δημοκρατικού Στρατού. Είχαν την πλάτη τους στην Αλβανία κι έτσι είχαν τα νώτα τους φυλαγμένα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τον πολύτιμο ανεφοδιασμό τους.
(Η τραγική ιστορία είναι, πως από αυτό το σίγουρο έδαφος, βρέθηκε τελικά η «Κερκόπορτα» που οδήγησε στην πτώση!)
 Εξορμώντας απ’ αυτήν, οι αντάρτες θα μπορούσαν να κόψουν το δρόμο Ηγουμενίτσα Γιάννενα (όπως το έκαναν δεκάδες φορές) να κόψουν το δρόμο Γιάννενα Κόνιτσα και, περνώντας στην περιοχή του Σουλίου, να πατήσουν το πόδι τους στον στρατηγικής σημασίας δρόμο που ένωνε τα Γιάννενα με την Πρέβεζα. Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος στην Παραμυθιά, το Φιλιάτι και τη Γουμενίτσα, όσο οι αντάρτες παρέμεναν κύριοι της Μουργκάνας.
Έτσι, ξεκίνησαν μια σειρά από φονικές μάχες που άρχισαν αυτές τις μέρες και τελείωσαν στις 16 Σεπτέμβρη της επόμενης χρονιάς.
Ο Δημοκρατικός στρατός απλώθηκε με την ησυχία του όσο καλύτερα μπορούσε στο χώρο και με τη μέθοδο της «ενεργητικής άμυνας» κινούνταν ανάμεσα στις βαθιές χαράδρες και στις ψηλές κορφές της περιοχής.
Ο Εθνικός στρατός επιτέθηκε με την σιγουριά της υπεροπλίας του και την αλαζονεία της εξουσίας. Για τους στρατηγούς της Αθήνας, οι αντάρτες δεν ήταν παρά συμμορίτες κατσιαπλιάδες που θα το έβαζαν στα πόδια μπρος στη γραμμή πυρός του εκπαιδευμένου και καλά εξοπλισμένου στρατού. Αυτοί ήξεραν την τέχνη του πολέμου, αλλά δεν γνώριζαν ότι από την άλλη πλευρά έκανε κουμάντο αυτός που τον αποκαλούσαν με θαυμασμό «ο ιθύνων νους», ο συμμαθητής τους στη σχολή των Ευελπίδων, ο θρυλικός «Μεσσήνης» (Γιώργος Καλιανέσης).
Χάρηκαν τις πρώτες επιτυχίες πάνω στα βουνά του Φιλιατιού και της Κεραμίτσας, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι ο στόχος των ανταρτών ήταν απ΄την άλλη πλευρά του βουνού, η… Κόνιτσα!
Ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1947, οι καμπάνες θα σημάνουν σαν τρελές, όχι τη γέννηση του Ιησού, αλλά τη γενική επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού!
Αν έπεφτε αυτή η ασήμαντη επαρχιακή πόλη, τότε η νεογέννητη κυβέρνηση των βουνών, θ’ αποχτούσε επιτέλους την πολυπόθητη έδρα της και οι σύντροφοι πάνω στις σοσιαλιστικές χώρες, επιτέλους θα αναγνώριζαν κι ανοιχτά τον αγώνα τους!
Το Μέτσοβο αρνήθηκε πεισματικά να παίξει αυτόν το ρόλο, κι η Κόνιτσα έγινε το προπύργιο αυτής της…αντίστασης!
Τελικά κι οι αντάρτες, ιδεολόγοι μέχρι τα μύχια της ψυχής τους, είχαν υποτιμήσει με τη σειρά τους τον αντίπαλο! Οι πρώην Γερμανοτσολιάδες, τα «κωλόπαιδα της Φρειδερίκης» δεν το έβαλαν στα πόδια μπρος στην πρωτοφανή επίθεση των «κατσιαπλιάδων»! Και λίγες μέρες μετά, η βασίλισσα (χωρίς τον άντρα της που προτίμησε τη σιγουριά της Αθήνας) επισκέφτηκε την Κόνιτσα. Οι φαντάροι τη σήκωσαν στα χέρια τους, κι αυτή χαμογελούσε μακάρια. Ο μισητός μέχρι χτες θρόνος, είχε βρει σίγουρο στήριγμα πάνω στα ερείπια της Κόνιτσας!
Πίσω στη Μουργκάνα προετοιμάζονταν κι οι δυο αντίπαλοι για μάχες που ούτε οι ίδιοι φαντάζονταν πόσο θα τραβήξουν…
Το άγριο βουνό σκάφτηκε απ’ άκρη σ’ άκρη και τυλίχτηκε με χιλιάδες προστατευτικές νάρκες. Οι γυναίκες που έμειναν πίσω, κουβάλησαν πάνω στις αδύναμες πλάτες τους ως και τις γρεντές από τα σπίτια τους για τα εκατοντάδες πολυβολεία που γάζωσαν το σκληρόπετσο βουνό.
Όταν ξέσπασε η πρώτη επιχείρηση του Εθνικού Στρατού, η «ΠΕΡΓΑΜΟΣ», όλοι πίστευαν ότι οι αντάρτες θάτρεχαν σαν τα σκυλιά στη θέα μιάς αρκούδας.
 Όμως η απίστευτη ψυχή τους, άντεξε στη φωτιά και το σίδερο! Οι λοκατζήδες, περνώντας κρυφά μέσα στη νύχτα από δύσβατες χαράδρες κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στο ύψωμα «Σκητάρι» και να λογχίσουν την καρδιά της άμυνας, όμως ο επιτελικός νους του Καλιανέση δεν αιφνιδιάστηκε. Έστειλε τον πολέμαρχο- θρύλο, τον Σπύρο Σκεύη από του Λιά, κι αυτός έφερε τα πάνω κάτω. Οι πολιορκητές βρέθηκαν πολιορκημένοι! Ο Ζαχαράκις (ο διοικητής των ΛΟΚ) αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω ταπεινωμένος και ν’ ανεχτεί τις λοιδορίες του ανίκανου προϊστάμενού του που τον κατηγόρησε για…εγκατάλειψη θέσεως!
Την ίδια ώρα, ο διοικητής των ανταρτών οργάνωνε την περίφημη αντεπίθεσή του, έναν έξοχο στρατιωτικό ελιγμό που στοίχησε την αιχμαλωσία των ανδρών του 611 τάγματος πεζικού! Περνώντας νύχτα τη χαράδρα του Πάβλα, ο Σκεύης (μια πολεμική μηχανή από μόνος του) χτύπησε τους πιωμένους άντρες του Γαλάνη  και εξολόθρευσε το «νικηφόρο» μέχρι τότε 611. Ίσως να ξεπάστρευαν κι άλλους, αν ήξεραν πόσο εύκολο ήταν.
Αυτή τη λαμπρή σελίδα, ήρθε να αμαυρώσει η τύχη αρκετών από τους αιχμαλώτους, οι οποίοι έμειναν για πάντα στις χαράδρες της Μουργκάνας. Ο Εμφύλιος, έδειξε κι εδώ το φριχτό του πρόσωπο! (Ο μεγάλος λογοτέχνης, ο τόσο ανθρώπινος Τάκης Χατζής, παρασυρμένος κι αυτός από τη φριχτή φρενίτιδα που σάρωσε τους πάντες, έγραψε το χειρότερο έργο του, μια πολεμική ελεγεία-καρικατούρα που την ονόμασε «ΜΟΥΡΓΚΑΝΑ»!)
Ακολούθησαν πολλές χειμωνιάτικες νύχτες στις πλαγιές του βουνού. Την «ΠΕΡΓΑΜΟ» διαδέχτηκε ο «ΙΕΡΑΞ» ο οποίος έσπασε τα νύχια και το ράμφος του πάνω στο Τσεροβέτσι. Ξεπουπουλιασμένος ξαναγύρισε στη βάση του, περιχαρακώθηκε στα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων, και στα γράμματα στις μακρινές αγαπημένες: «Είμαι στην άτιμη Μουργκάνα!»
Κι ήρθε το καλοκαίρι, ακόμα πιο παγωμένο από τα χιόνια του χειμώνα!
Τη θέση των αιχμάλωτων φαντάρων, πήραν οι επίσης αιχμάλωτοι κάτοικοι, που δεν έφυγαν μαζί με τους πανικόβλητους χωριανούς τους. Οι περίφημες «δίκες» είναι πια παγκόσμια γνωστές χάρη στην πένα του Γκατζογιάννη που η ίδια του η μάνα πότισε με το αίμα της το βουνό που την έθρεψε!
Πόση σημασία έχει πια ποιος την δίκασε, ποια ήταν η κατηγορία, αν ήταν πράκτορας του εχθρού ή ήθελε απλά να σώσει τα παιδιά της;
Χιλιάδες Ελένες πέρασαν από τη ζωή στην ανωνυμία, η Ελένη της Μουργκάνας κατάφερε μυθιστορηματικά να ξαναζήσει μέσα από το βιβλίο του γιού της.
Ένα αμερικάνικο παραμύθι που –κακώς!- μεταφράστηκε στα ελληνικά. Γιατί έτσι έδειξε τις αδυναμίες του που οι ξένοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Είναι σαν να διαβάζαμε εμείς ένα βιβλίο για τον αμερικάνικο εμφύλιο.
Η Ελένη πάντως τουφεκίστηκε και το χειρότερο όλων, βασανίστηκε πριν πεθάνει…
Όπως χιλιάδες άλλες γυναίκες, αλλά αυτό δεν μειώνει καθόλου το βάρος, που πλακώνει σαν τεράστιο βράχος, το στήθος της Μουργκάνας!
Και μετά ήρθε η επιχείρησις «ΤΑΥΡΟΣ». Ο Καλιανέσης είχε προαχθεί κι είχε μεταφερθεί στα «κεντρικά» το Γράμμου. Έμεινε ο πολιτικός επίτροπος (ο κατοπινός γραμματέας του Κ.Κ.Ε) ο Κ. Κολιγιάννης να τον αντικαταστήσει. Και το τσακάλι ο …Τσακαλώτος, επανέλαβε τη μπλόφα. Χτύπησε μπροστά, αλλά ανέβηκε από το Μεσοβούνι στην πίσω πόρτα.
Τώρα, πως οι στρατιώτες ξεχώρισαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα και δεν τα…παραβίασαν, είναι άξιον απορίας. Το πυροβολικό χτύπησε και την Κοσοβίτσα στο αλβανικό έδαφος, αλλά τέτοιες μέρες τέτοια λόγια.
Ο Κολιγιάννης ήταν πολιτικός κι ο Καλιανέσης ήταν στο Γράμμο.
Το «άπαρτο κάστρο της λευτεριάς» έπεσε. Οι αντάρτες ξόδεψαν τις τελευταίες τους δυνάμεις σε μιαν έξοχη κίνηση, τον περίφημο «ελιγμό της Μουργκάνας».
Κόντρα σε κάθε στρατιωτική λογική, αντί να φύγουν για την Αλβανία ή το Σούλι όπου τους περίμεναν οι σύντροφοί τους, μέσα από τα χνώτα του στρατού, δραπέτευσαν προς τα Ζαγόρια!
Ο πολέμαρχος μπροστά. Καβάλα στ’ άλογο σαν ο Άι Γιώργης: «Προχωράτε!»
Κόντεψαν να καταλάβουν τη συστοιχία του πυροβολικού. Αν δεν είχε πιάκει τους φαντάρους το «γαμώτο»,  οι γαλονάδες στα Γιάννενα θα το μάθαιναν τελευταίοι!
Ο Τσακαλώτος, σίγουρος ότι οι αντάρτες πέρασαν στο Σούλι, έφυγε απ’ το Καλπάκι για τα Γιάννενα για να δρέψει τους καρπούς της νίκης του.
 Παρά λίγο να αιχμαλωτιστεί από τους αντάρτες που πέρναγαν την ίδια ώρα τη δημοσιά! Θα ήταν ένα ωραίο τέλος για τη Μουργκάνα!
Που δεν είχε και τόσο Happy end.
Ο Προκόπης Σκεύης, αυτός που τα οργάνωσε όλα, γυρίζοντας επιτέλους από το Μπούλκες, πέθανε μαχόμενος, ως απλός αντάρτης στο Γράμμο.
 Τον ακολούθησε ο πολέμαρχος, πατώντας πάνω στον τρελό φόβο τόσων χιλιάδων στρατιωτών. Τινάχτηκε από μιά νάρκη! Πέθανε στα χέρια της αγαπημένης του ανηψιάς, χωρίς να γνωρίσει την ατίμωση. Που την ένοιωσε στο πετσί του ο Καλιανέσης, ο στρατηγός, όταν οι Σοβιετικοί στην «Υπερορία» τον φυλάκισαν για…αλητεία!
Που την ένοιωσε ο Σδράβος, που δεν κρύφτηκε από την καλή του που έσφαξε σαν το βετούλι, ούτε από τους Γερμανούς, ούτε από τους φαντάρους, αλλά από τον…Γκατζογιάννη στην Κόνιτσα!

Εμείς όμως, δεν μπορούμε να κρυφτούμε από τη Μουργκάνα.
Μπορούμε να ξορκίσουμε τους δαίμονες, αν τους φωνάξουμε, έναν- έναν χωριστά, με τ’ όνομά τους.
Ουρές ολόκληρες θα μαζευτούμε στο προαύλιο του μοναστηριού στου Μακραλέξη.
Και τότε θα βγει ο Διονύσιος από το Λόγγο, με τη μποτίλια το τσίπουρο στο χέρι.
Θα πιούμε όλοι απ’ το πλοχέρι του, και θα τραγουδήσουμε μαζί του.
«Τόμαθες μωρ’ δόλια μάνα
Τι έχει γίνει στη Μουργκάνα

Μωρ’ γυαλένια κρουσταλένια…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: