" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

΄΄Τσαμουριά – η Οθωμανική Θεσπρωτία του 19ου αιώνα΄΄


Ο φίλος Αντώνης Γκίνης, μου έστειλε μεταφρασμένο από τα αγγλικά, το κείμενο της κ. Ευαγγελίας Μπαλτά:


 "Το παρόν άρθρο της Ευαγγελίας Μπαλτά και των δύο τούρκων συνεργατών της, των Fehmi Yilmaz και Filiz Yasar με τίτλο ΄΄Τσαμουριά – η Οθωμανική Θεσπρωτία του 19ου αιώνα΄΄ δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PAPΕRS AND MONOGRAPHS OF THE FINNISH INSTITUTE AT ATHENS VOL XV, με τον τίτλο

 THESPROTIA EXPEDITION I TOWARDS A REGIONAL HISTORY,

με επιμέλεια έκδοσης από τον Bjorn Forsen, HELSINKI 2009.

Η Ευαγγελία Μπαλτά είναι Διευθύντρια ερευνών στον Τομέα Νεοελληνικών Ερευνών με κύριο αντικείμενο έρευνας στην  Οικονομική και κοινωνική ιστορία των οθωμανικών χρόνων και στις εκδόσεις οθωμανικών πηγών  σχετικές με τον βαλκανικό και τον μεσογειακό χώρο.

Με την συνδρομή των δύο προαναφερθέντων τούρκων, με βάση κυρίως τις οθωμανικές πηγές ασχολείται με το ευαίσθητο και άκρως ενδιαφέρον θέμα ειδικά για εμάς τους κατοίκους της Θεσπρωτίας, την Τσαμουριά, την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το άρθρο, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται και στις συγκρούσεις Ορθοδόξων και Μουσουλμάνων κατοίκων και στις αυθαιρεσίες των μουσουλμάνων μπέηδων και αγάδων της περιοχής.

Οι συνημμένοι πίνακες παρουσιάζουν ενδιαφέροντα στοιχεία τόσο για τη σύνθεση του πληθυσμού όσο και για τον τρόπο διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην εν λόγω περιοχή. Στους πίνακες αυτούς έχουνγίνει κάποιες διορθώσεςι στα τοπονύμια, με βάση και την στγγραφή του Μιχάλη Κοκολάκη ‘’ ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΓΙΑΝΝΙΩΤΙΚΟ ΠΑΣΑΛΙΚΙ Χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (1820-1913)’’.

Για την καλλίτερη μελέτη του άρθρου, παραθέτω κάποια στοιχεία για την διοικητική διαίρεση της Τσαμουριάς την εποχή εκείνη :

Το περισσότερα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Βαλκανική Χερσόνησο, πλην των νήσων, αποκαλούνταν Ρούμελη (από τη λέξη Ρωμαίοι, οι πρόγονοι των κατοίκων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας). Αντίστοιχη είναι και η λέξη Ρουμ, δηλαδή Ρωμιός.

Η Ρούμελη διαιρούνταν σε Βιλαέτια, που αντιστούν σήμερα σε μεγάλες περιφέρειες. Για την περιοχή μας ενδιαφέρον Παρέχει το Βιλαέτι Ιωαννίνων (πρώην Δελβίνου) με έδρα τα Ιωάννινα και με εκάστοτε διοικητή τον Βαλή.

Το Βιλαέτι διαιρούνταν με τη σειρά του σε Σαντζάκια, που σήμερα το αντίστοιχό τους είναι ο νομός , με διοικητή τον Μουτεσαρίφη. Το Βιλαέτι Ιωαννίνων διαιρούνταν στο Σαντζάκι των Ιωαννίνων, του Αργυροκάστρου, του Μπεράτι και της Πρέβεζας.

Το Σαντζάκι της Πρέβεζας διαιρούνταν σε Καζάδες (αντίστοιχη η σημερινή επαρχία) με διοικητή την Καϊμακάμη,, τον Καζά της Πρέβεζας, και του Μαργαριτίου, ενώ ο μεν Καζάς του Φιλιάτι με το όνομα ΄΄ Παρακάλαμος΄΄ ανήκε για κάποια περίοδο στο Δέλβινο, ενώ ο Καζάς Αγίου Δονάτου (Παραμυθιάς). Στις αρχές του 20ου αιώνα, ιδρύεται ξεχωριστό Σαντζάκι με την ονομασία Ρεσαδιέ (για τους λόγους που αναπτύσσονται στο παρόν άρθρο), με έδρα την Ηγουμενίτσα και που περιλαμβάνει τους Καζάδες Φιλιατών, Παραμυθιάς και Μαργαριτίου.

 Ανεξάρτητα από την υπάγωγή τους, το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στους τρεις Καζάδες των Φιλιατών, Παραμυθιάς και Μαργαριτίου.

Ο Καζάς εκτός από την ίδια του την πρωτεύουσα (κασαμπάς) περιελάμβανε και διάφορες άλλες μικρότερες επαρχίες ή κωμοπόλεις, τα ναχιγιέ, με διοικητή τον Μουρή. Ο Καζάς Μαργαριτίου περιελάμβανε το ναχιγιέ Πάργας και Φαναρίου (Γορίτσας).

Το σπίτι - εστία ή το νοικοκυριό είχε το όνομα ΄΄ χαν-χανέδες΄΄ .

 


Τσαμουριά – Η Οθωμανική Θεσπρωτία του 19ου αιώνα

 

Evangelia Balta, Fehmi Yilmaz και Filiz Yasar

 

Εισαγωγή

Η ιστορία του όψιμου οθωμανικού σαντζάκι της Τσαμουριάς, που αντιστοιχεί περίπου στον σύγχρονο νομό Θεσπρωτίας, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λόγω της εθνοτικής και θρησκευτικής συνθέσεως του πληθυσμού των τριών Καζά: Aydonat (Αγίου Δονάτου, Παραμυθιάς), Filyat (Φιλιάτι)  Margalic (Μαργαριτίου) - όπου υπήρχε ισχυρή αλβανική παρουσία από το τέλος του δέκατου τέταρτου αιώνα.(1)  Συμμετέχουμε στην περιήγηση της Θεσπρωτίας πρώτα επειδή θέλουμε να ερευνήσουμε τον εθνοθρησκευτικό χαρακτήρα του μοντέλου εποικισμού στη Θεσπρωτία κατά τους αιώνες αμέσως μετά την Οθωμανική κατάκτηση και, δεύτερον, γιατί θέλουμε να διαπιστώσουμε εάν και σε ποιο βαθμό οι οθωμανικές πηγές καταγράφουν αποδείξεις του εξισλαμισμού κατά τη διάρκεια του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα. Με άλλα λόγια, ο σκοπός της συμμετοχής μας είναι να ασχοληθούμε ιστορικώς με το ακανθώδες ζήτημα των Τσάμηδων, των αλβανόφωνων Μουσουλμάνων κατοίκων της Νοτιοδυτικής Ηπείρου.(2)

Σε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας σε πηγές από τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα από τα οθωμανικά αρχεία του Πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη. Η μελέτη προέκυψε από την ανάγκη να αποσαφηνισθεί ο τρόπος εποικισμού στους καζά, : Aydonat (Αγίου Δονάτου, Παραμυθιάς), Filyat (Φιλιάτι)  Margalic (Μαργαριτίου), στο κύριο μέρος του δέκατου ένατου αιώνα, πριν ξεκινήσει η μελέτη των οθωμανικών φορολογικών μητρώων των προηγούμενων αιώνων. Λόγω της δημοσιονομικής φύσης του υλικού για τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο έβδομο αιώνα, η ανασυγκρότηση του μοντέλου εποικισμού είναι πιο δύσκολη, πιο περίπλοκη και, επιπλέον, λιγότερο ασφαλής αν δεν υπάρχει διασταύρωση των εγγράφων από διαφορετικά είδη μητρώων.

Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι το βιλαέτι της Βαγενετίας, όπως  ονομάστηκε η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση. Το βιλαέτι της Βαγενετίας ήταν ο διοικητικός διάδοχος της βυζαντινής επαρχίας Βαγενετία η οποία σύμφωνα με τον Μ. Λάσκαρη επεκτείνονταν βόρεια της Τσαμουριάς και νότια μέχρι τον ποταμό της Γλυκής (Αχέρωντας), συμπεριλαμβάνοντας το Δέλβινο εντός των συνόρων του, αλλά όχι το Αργυρόκαστρο . (3) Ωστόσο, το βιλαέτι της Βαγενετίας, όπως έχουν απέδειξαν η Αικατερίνη και ο Σπύρος Ασδραχάς, συγκρίνοντας τα τοπωνύμια του Χρυσόβουλου του 1361 και του μητρώου των Τιμαρίων του 1431, κάλυπτε μικρότερη περιοχή της ομώνυμης βυζαντινής επαρχίας. Υπήρξαν ελάχιστες αλληλοεπικαλύψεις, αφού μετά την οθωμανική κατάκτηση η περιοχή του Σοποτό στα βόρεια σχημάτισε αυτοτελές διοικητικό διαμέρισμα. Επιπλέον, το βιλαέτι της Βαγενετίας δεν περιλάμβανε την Τσαρκοβίστα στα ανατολικά, ενώ στα νότια έφτανε μόνο στο Μαζαράκι στην περιοχή Μαργαριτίου.(4)

Το παράδειγμα του βιλαέτι της Βαγενετίας δείχνει σαφώς ότι οι οθωμανικές διοικητικές επαρχίες μπορούν να αναφερθούν ονομαστικά σε εκείνες που υπήρχαν πριν από την κατάκτηση, αλλά διαφέρουν στον εδαφικό ορισμό και στη διοικητική τους σύνθεση. Έχοντας αυτό υπόψη, επιλέξαμε να ξεκινήσουμε την έρευνά μας από τον δέκατο ένατο αιώνα, μια εποχή που το οθωμανικό κράτος είχε δεσμευθεί να καταγράψει την κατάσταση των πραγμάτων στα βιλαέτια του. Η εμπειρία του δεκάτου ενάτου αιώνα θα μας βοηθήσει όταν ακολουθήσουμε τις αλλαγές στην περιοχή κατά τους προηγούμενους αιώνες, όταν οι πληθυσμιακές μετακινήσεις δημιούργησαν οικισμούς των οποίων τα ονόματα άλλαξαν αρκετές φορές, κάθε φορά που αντιστοιχούσαν στο όνομα της οικογένειας των αποίκων.

 

Τσαμουριά

Από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, ο καζάς του Αγίου Δονάτου, των Φιλιατών και του Μαργαριτίου ανήκαν στο βιλαέτι των Ιωαννίνων .(5) Όπως δείχνουν οι απογραφές που περιλαμβάνονταν στα σαλμανέ, οι επίσημοι ετήσιοι κατάλογοι που δημοσίευε το οθωμανικό κράτος για το βιλαέτι των Ιωαννίνων, τα όρια των τριών καζάδων συνέπιπταν κατά πολύ με τα σύνορα του σημερινού νομού Θεσπρωτίας. Η περιοχή αυτή ονομαζόταν Τσαμουριά, το όνομα της οποίας προέρχεται από τους κατοίκους της, τους Τσάμηδες, μια αλβανική φυλή. Η Τσαμουριά είναι γνωστή ως γεωγραφικός όρος σε οθωμανικό έγγραφο από το 1820.(6) Κατά την ίδια περίοδο, στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ξένοι ταξιδιώτες όπως ο συνταγματάρχης W.M. Leake και ο Βρετανός Γενικός Πρόξενος, William Meyer, (7), καθώς και σύγχρονοι Ηπειρώτες συγγραφείς, όπως ο Χ. Περαιβός και ο Α. Ψαλίδας, αποκαλούν τον αλβανόφωνο πληθυσμό της περιοχής Τσάμ, Τσαμίδες ή Τσαμουριώτες και τον γεωγραφικό χώρο στον οποίο ζει Τσαμουριά. (8) Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι Οθωμανοί σχεδίαζαν την ενοποίηση των τριών καζάδων σε ανεξάρτητη διοικητική περιφέρεια, ένα σαντζάκι αποκαλούμενο Camlik (Tσαμουριά), αλλά αυτό δεν ολοκληρώθηκε μέχρι το 1910.

Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο H. Skene συνέλεξε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις αλβανικές φυλές -Γκέγκηδες/Mιρδίτες, Tόσκηδες, Λιάπηδες και Tσάμηδες - τις οποίες και παρουσίασε στο συνέδριο του 1848 στο Ethnological Society, London (9). Ο Arsh συζήτησε την πολυπλοκότητα των σχέσεων στην παραμεθόρια περιοχή μεταξύ του τέλους του 18ου και των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα, μέσα από εσωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στους οθωμανικούς λαούς και με τα κοντινά σαντζάκια, προκειμένου να εδραιώσουν τη δύναμή τους καθώς και στις διεκδικήσεις και στις συγκρούσεις των Βενετών, των Γάλλων, των Ρώσων και των Βρετανών με το οθωμανικό κράτος. Περιγράφει το περίπλοκο παιχνίδι των συμμαχιών, της συγγένειας των διαφόρων φυλών με τη χειραγώγηση των υπαρχουσών αντιθέσεων μεταξύ των τοπικών φεουδαρχικών οικογενειών. Μια χαρακτηριστική τακτική των Βενετών, των Γάλλων και των Ρώσων, για να ασκήσουν πίεση στο Αλή Πασά τον Τεπελελνή, ήταν να υποκινήσουν τους Νταλιάνιδες  της  Κονίσπολης, τους Τσαπαραίους του Μαργαριτίου, τους Προνιάτες της Παραμυθιάς ή τους Σουλιώτες να πολεμήσουν εναντίον του, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέχοντάς τους όπλα. Από την άλλη πλευρά, ο Αλή Πασάς χρησιμοποίησε τη στρατιωτική μηχανή των Τσάμηδων αγάδων στις επιθέσεις του στο Σούλι και επίσης επωφελήθηκε από τη δυσαρέσκεια των αγροτών, καταλαμβάνοντας, το ένα μετά το άλλο, τα οχυρά της αριστοκρατίας της Τσαμουρίας και την ιδιοποίηση των εδαφών τους.(10)

H Βάσω Ψιμούλη, στη διδακτορική τη διατριβή για το Σούλι, εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ της πολεμικής κοινότητας του οροπεδίου των Σουλιωτών και των αξιωματούχων των Τσάμηδων  αγάδων και των Οθωμανών. Η ληστοκρατία των φυλών του Σουλίου στις πεδιάδες της Παραμυθιάς και του Φαναρίου απέδιδε έσοδα από τις μπέηδες και Τσάμηδες αγάδες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις δια βίου φορολογίες των αγροκτημάτων (malikane) και τις εκτάσεις τους, απειλώντας την κυριαρχία τους, όπως και εκείνες των οθωμανικών αρχών. (11) Ωστόσο, υπήρχαν συμφωνίες φιλίας και μη επίθεσης μεταξύ των Χριστιανών Σουλιωτών και των αλβανικών φυλών, όπως  για παράδειγμα, ο  Φώτο Τζαβέλας ήταν βλάμης του πιο ισχυρού μπέη της Παραμυθιάς, του Ισλάμ Πρόνιου, όπως και ο Σουλεϊμάν Τσαπάρης, μπέης του Μαργαριτίου, ήταν φίλος του ληστή Λάπα από το Λιτόχωρο, του Ολύμπου.(12) Η τακτική των Σουλιωτών διέφερε ελάχιστα από αυτή των μουσουλμάνων αλβανόφωνων Τσάμηδων σε σχέση με τους γύρω πληθυσμούς. Όπως έδειξε η Βάσω Ψιμούλη, οι Σουλιώτες δεν ήταν οι ηγέτες ενός απελευθερωτικού αγώνα εκ μέρους των χριστιανών συντρόφων τους στην περιοχή τους, επειδή τα χωριά εκείνα που υπέστησαν την ένοπλη δράση των Σουλιωτών δεν έγιναν αυτόνομα ή ελεύθερα, όπως η μυθοπλαστική ιστοριογραφία για το Σούλι θα μας οδηγήσει να πιστεύουμε.(13)

Ο Μ. Κοκολάκης σε ένα πρόσφατο βιβλίο μελέτησε τη διοικητική δομή των τριών καζάδων της Τσαμουρίας και δημοσίευσε κατάλογο όλων των οικισμών με βάση τα ονόματα των στο σαλμανέ (απογραφή) του 1895. Συνέλεξε επίσης στοιχεία για τον πληθυσμό αυτών των καζάδων όπως καταγράφηκαν από τις οθωμανικές αρχές του βιλαέτι των Ιωαννίνων .(14)

Η συνεισφορά μας στην ισχυρή υπάρχουσα βιβλιογραφική βάση που παρουσιάστηκε εν συντομία εδώ έγκειται στην κατάθεση στοιχείων που προκύπτουν από την έρευνα για το αδημοσίευτο αρχειακό υλικό και τις δημοσιευμένες οθωμανικές πηγές. Το αρχειακό υλικό που συλλέξαμε για τον δέκατο ένατο και τις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν η βάση για την κατάρτιση του καταλόγου των καϊμακάμηδων (διοικητής- επικεφαλής μιας περιοχής όπως ο καζά) και των naibs (αναπληρωτής κατής -δικαστής) των τριών καζάδων,  που συνοδεύει ως Παράρτημα ΙΙ αυτό το κεφάλαιο, καθώς τα περισσότερα έγγραφα που βρέθηκαν στο αρχείο αφορούν διορισμούς και μεταθέσεις δημόσιων υπαλλήλων, διαδικασίες που ξεκίνησαν με τις μεταρρυθμίσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.(15) Eίναι αξιόλογη η σπάνια τεκμηρίωση για την περίοδο κυριαρχίας του Αλή Πασά στην περιοχή, εξαιρετικά σημαντική από την άποψη των γεγονότων που υλοποιήθηκαν. Τα έγγραφα που έχουμε εντοπίσει αναφέρονται στην τελική φάση των επιχειρήσεων του Αλή Πασά εναντίον του Σουλίου.(16)

Στο Παράρτημα Ι, έχουν συγκεντρωθεί τα δημογραφικά στοιχεία από το μητρώο του Επισκόπου Παραμυθιάς (1827 και 1834), (16) (17) οι στατιστικοί πίνακες  του Π. Αραβαντινού (1856) και η απογραφή για το έτος 1895, (18), ενώ οι πληροφορίες για τα δημόσια κτίρια και το πληθυσμό που αναφέρεται στο σαλμανέ (απογραφή) του 1872/73 παρουσιάζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Οι οικισμοί με τους πληθυσμούς τους καταγράφονται στους πίνακες και τα στοιχεία μνημονεύονται στις ελληνικές πηγές της εποχής με την εθνοτική και θρησκευτική τους ταυτότητα. Σημειώνεται δίπλα στο όνομα του οικισμού το καθεστώς της εκτάσεως ιδιοκτησίας. Οι οικισμοί ταξινομούνται αντιστοίχως ως ιδιόκτητα χωριά (τσιφλίκια), απαλλοτρίωτα ελεύθερα χωριά (karye) και muacele. Οι τελευταίες είναι μια ειδική κατηγορία χωριών στα οποία το οθωμανικό κράτος έχει αναθέσει εκτάσεις ιδιοκτησίας - για τις οποίες δεν έχει αποποιηθεί ποτέ την ιδιοκτησία - ως παραχωρήσεις σε ιδιώτες, προκειμένου να τις καλλιεργήσουν. Ο ανάδοχος πλήρωνε ένα ετήσιο μίσθωμα, επιπλέον του οποίου ήταν επίσης υποχρεωμένος να καταβάλει μια δεκάτη του προϊόντος. Αυτά τα χωριά, τα οποία απαντώνται κυρίως στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία και τα οποία ονομάζονται επίσης χωριά imlaks ή imlak, προέρχονται από κατασχέσεις περιουσιών από δυνάστες όπως ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, όπως ο N.I. Ελευθεριάδης σημειώνει, (19) αναφερόμενος ακριβώς στην υπόθεση που εξετάζομε εδώ.

Η διαδικασία σχηματισμού των τσιφλικιών, που ξεπερνούν σε αριθμό τα ελεύθερα χωριά στον καζά του Άγιο Δονάτου, των Φιλιατών και του Μαργαριτίου, άρχισε να γενικεύεται στα μέσα του 18ου αιώνα. Στις πεδιάδες της Παραμυθιάς, του Φανάρι και των Τσαμοχωρίων, οι Τσάμηδες μπέηδες και αγάδες - μέσω της μεθόδου ενοικίασης του δημόσιου εισοδήματος δια βίου,  με επίδειξη δύναμης, τη χρήση βίας και προστασίας - έγιναν ιδιοκτήτες με την πάροδο του χρόνου των εδαφών του ραγιά. Τις περισσότερες φορές, οι εκτάσεις των χωριών μετατρέπονταν σε τσιφλίκια μετά την σύναψη δανείων υψηλού επιτοκίου και οι άμεσοι παραγωγοί υποβιβάστηκαν από κάτοικοι  και  ιδιοκτήτες των εδαφών τους σε μισθωτές αγροτικών εκμεταλλεύσεων ή εργάτες γης. Με την επέκταση των τσιφλικιών, ο αγροτικός πληθυσμός όχι μόνο υπέφερε νέα οικονομικά βάρη, αλλά επίσης, όπως γράφει ο Αραβαντίνος, "στην Τσαμουριά οι αγάδες ή οι προστάτες αντιμετώπιζαν εκείνους που είχαν την προστασία τους σαν να ήταν υπηρέτες". (20) Οικογένειες τοπικών φεουδαρχών και αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης διεκδικούσαν την κυριαρχία των εδαφών. Ο Ταχίρ Πασάς αναγκάστηκε να δώσει το ήμισυ των εκτάσεων του στη περιοχή Λούρο και Λάμαρη στον Aλή Πασά και να του πουλήσει τα υπόλοιπα, με αποτέλεσμα η συνολική ιδιοκτησία της γης να φέρει στον Aλή Πασά ετήσιο εισόδημα 100.000 γρόσια .(21) Η σταθερή ζήτηση για γεωργικά προϊόντα αποτελούσε σοβαρό κίνητρο για την απόκτηση καινούριων τσιφλικιών. Οι μέθοδοι με τις οποίες ο Αλή Πάσας σφετερίστηκε την περιουσία άλλων, περιγράφηκαν ήδη στον δέκατο ένατο αιώνα.(22)

Στην παρούσα μελέτη εξετάζουμε από οθωμανικές πηγές την περιοχή της Θεσπρωτίας τον δέκατο ένατο αιώνα, μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους, όταν προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος. Θα ακολουθήσουμε το πλαίσιο που προκύπτει από το αρχειακό υλικό που σώζεται στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα, σχετικά με αυτή την παραμεθόρια περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον πληθυσμό της. Από τα πρώτα χρόνια μετά την κατάκτηση, ο πληθυσμός της χρησιμοποιήθηκε για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Πύλης έναντι των ξένων, αλλά χρησιμοποιήθηκε και από τους ξένους ως μοχλό για να πιέσει την Πύλη και τους τοπικούς ευγενείς, μετατρέποντάς την σε επαναστατικά κινήματα εναντίον αυτών. Ο F. Pouqueville δίνει μια πιο ζωντανή εκτίμηση του πολιτικού παιχνιδιού της Βενετίας στην περιοχή:

Έτσι, από το Bουθρωτό στην Πρέβεζα, η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου έχει καλύψει τις κατακτήσεις της σε γεωργική γη από τις περιοχές της Χιμάρας, της Κονίσπολης και του Φιλιάτι, που ανήκαν στον πασά του Δελβίνου. Μέσω των μπέηδων του Μαργαριτίου και της Παραμυθιάς, σταμάτησε τις επιχειρήσεις του Βεζίρη των Ιωαννίνων, και για να ικανοποιήσει τους μουσουλμάνους μπέηδες, ξεσήκωσε τους χριστιανικούς λαούς του Σουλίου και των Ακροκεραυνίων, ούτως ώστε, να είχε μια δυνατότητα υπεροχής, αλλά αποφασιστική στις υποθέσεις της Αλβανίας ».(23

Εικ. 1.  Χάρτης του Σουλίου, που περιέχει όλο τον  καζά του Αγίου Δονάτου και μέρος του καζά Μαργαριτίου

 

Ο καζάς του Αγίου Δονάτου

Ο καζάς του  Αγίου Δονάτου αποτελείται κυρίως από την κοιλάδα Κώκυτου (Εικ. 1), η οποία χαρακτηρίζεται από πολυάριθμες εποχιακές λίμνες και βαλτώδεις περιοχές. Στους ρωμαϊκούς χρόνους ο κύριος οικισμός αυτής της περιοχής ήταν η αποικία της Φωτικής, η οποία βρίσκεται στη Λιμπόνη κοντά στην Παραμυθιά. Σύμφωνα με τον Προκόπιο (DeAed, IV.I.37-38), η Φωτική ήταν σε ομαλό  έδαφος και περιβάλλονταν από στάσιμα νερά. Γι’ αυτό ο Ιουστινιανός αποφάσισε ότι ήταν αδύνατο να χτίσει τοίχους γύρω από την πόλη και επέλεξε να χτίσουν ένα οχυρό που ονομάζεται Άγιος Δονάτος κοντά στο υψηλότερο έδαφος.(24) Αυτό το φρούριο, από το όνομά του  επισκόπου της Ευρωίας,  Άγιος Δονάτος, 25 ετών, είναι συνήθως που συνδέεται με τον βραχώδη όγκο πάνω από τη σύγχρονη Παραμυθιά, η οποία ήταν γνωστή ως Κάστρο Αηδονάτο κατά την Οθωμανική εποχή. Στην Οθωμανική εποχή το κάστρο του Αϊδωνάτου εξασφάλιζε μαζί με άλλα πέντε χωριά - Μπελέσι, Λευτεροχώρι, Παλιοχώρι, Ζαραβούτσι και Κακοσούλι - στρατιωτική άμυνα και προστασία των καλλιεργησίμων γαιών γειτονικών πληθυσμών και κτηνοτρόφων από επιδρομές. Το Σούλι υπάγονταν στο καζά της Παραμυθιάς μέχρι τη διάλυσή του. Σύμφωνα με την απογραφή (σαλμανέ) του 1308 (1892-1893), με εξαίρεση το Μπελέσι, όλοι τα άλλα φρούρια χτίστηκαν την εποχή του Αλή Πασά, υποδηλώνοντας την κατασκευή φρουρίων και πύργων στους φυσικά οχυρωμένους λόφους Κουγκίου και Μπίρα, που ήταν περικυκλωμένα από τους Λιάπηδες και τους Μουσουλμάνους του Kουρβελέσι. (26) Σημειώνεται επίσης σε αυτό το σαλμανέ ότι  είχαν βρεθεί αρχαία και μια σαρκοφάγος με διακοσμημένες εξωτερικές επιφάνειες στη Λιμπόνη.(27)

 Στο αρχειακό υλικό των πρώτων αιώνων, όπως στην εποχή του Σουλτάνου Μουράτ Γ '(1546-1595), ο καζάς του Αγίου Δονάτου ορίζονταν ότι ανήκε στο βιλαέτι των Ιωαννίνων.(28) Από τον δέκατο έβδομο αιώνα, σύμφωνα με τα φορολογικά μητρώα και με βάση της μαρτυρίας του Evliya Celebi, και μέχρι τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα καταγράφεται ως ναχιγιέ του σαντζάκι του Δελβίνου, (29) ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 1910 ο  καζάς του Αγίου Δονάτου υπάγονταν και πάλι στο βιλαέτι των Ιωαννίνων.(30)

Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, προτάθηκε το ζήτημα της ενοποίησης των καζάδων του Αγίου Δονάτου, Φιλιάτι και του Μαργαριτίου σε ένα kaymakamlik (νομό) το οποίο ονομάστηκε Camlica, Camlik (Tsamouria). Το όνομα, όπως αναφέρεται στο σαλαμνέ του 1308 (1892-1893), επελέγη λόγω των αλβανών Τσάμηδων, που ήταν η πλειοψηφία του πληθυσμού. (31)  Η ιδέα της ενοποίησης των τριών καζάδων πρέπει αναμφισβήτητα να συνδεθεί με το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου το 1854. Κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο υπήρξαν παρόμοιες εξεγέρσεις στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, οι οποίες εξέφραζαν την υποστήριξη της Ρωσίας προς τους Ορθοδόξους πληθυσμούς. Η δημιουργία μιας διοικητικής περιοχής όπου οι μουσουλμάνοι Αλβανοί ήταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα απέτρεπε τους ορθόδοξους  χριστιανούς ρωμιούς από παρόμοιες εξεγέρσεις στο μέλλον, ωστόσο η ενοποίηση του καζά εγκαταλείφθηκε για διάφορους λόγους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, πληγωμένη και οικονομικά εξαντλημένη από τον πόλεμο της Κριμαίας, δεν ήταν σε θέση να παράσχει χρηματοδότηση για την δημιουργία νέων διοικητικών κέντρων, τα οποία σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση απαιτούσαν τουλάχιστον 500.000 γρόσια.(32) Επιπλέον, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τους Τσάμηδες αγάδες της Πρέβεζας, οι οποίοι στο παρελθόν, μέσω του συστήματος χρηματοδοτικής μίσθωσης, έλεγχαν τα εδάφη και τους  φόρους του Μαργαριτίου, του Φαναρίου και της Παραμυθιάς. Ως εκ τούτου, έπεισαν την κεντρική διοίκηση ότι οι σχέσεις παραγωγής θα αποσυντεθούν και θα απειληθούν, ότι θα υπάρξει σοβαρή απειλή για τις εμπορικές δραστηριότητες της περιοχής και ότι θα υπάρξουν σημαντικές απώλειες εσόδων από τις εξαγωγές από το λιμάνι της Πρέβεζας. Έτσι, στα τέλη του 1850, η ιδέα της δημιουργίας του σαντζάκι της Τσαμουριάς εγκαταλείφθηκε. Όμως επέστρεψε περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, ακριβώς πριν από την έκρηξη των βαλκανικών πολέμων. Το 1908 οι τρεις καζάδες ενώθηκαν για να σχηματίσουν το σαντζάκι της Τσαμουριάς,  του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Ηγουμενίτσα, στην οποία χτίστηκε ένα κυβερνητικό οίκημα και τζαμιά και η οποία μετονομάστηκε σε Resadiye το 1911.(33) Ο Μ. Κοκολλάκης ισχυρίζεται ότι η ενοποίηση της Τσαμουρίας σε  ένα σαντζάκι το 1910 μπορεί να αποδοθεί στην αναγκαιότητα να καταπολεμήσουν την ελληνική επιρροή στις επαρχίες αυτές.( 34)

Ο καζάς του Αγίου Δονάτου είχε οκτώ τζαμιά και mescids (μικρά τζαμιά), ένα από τα οποία χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Bayezid II (1481-1512). Αυτά αναφέρονται επίσης από τον Evliya Celebi, από τις αφηγήσεις του E.H. Ayverdi που συνέταξε τον κατάλογο των μουσουλμανικών μνημείων στην περιοχή. (35) Στους 62 οικισμούς του καζά, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στα σαλμανέ, υπήρχαν 15 τζαμιά και οκτώ μοναστήρια, καθώς και εκκλησίες σε όλα τα χριστιανικά χωριά. Στους λόφους γύρω από την πόλη υπήρχε το νεκροταφείο και τρία μαυσωλεία με τάφους (turbe), τόποι προσκυνήματος για πολλούς επισκέπτες. Το ρύζι ήταν η σημαντικότερη καλλιέργεια στην περιοχή, μαζί με άλλα γεωργικά προϊόντα όπως δημητριακά, λαχανικά, λινάρι, σκόρδο, κρεμμύδια και λαχανικά. Στα χρόνια που προηγήθηκαν του πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας, σημαντικός αριθμός κατοίκων απασχολούνταν στην καλλιέργεια ρυζιού στις περιοχές του Λούρου και της Παραμυθιάς, όπου επίσης παράγονταν ελαιόλαδο σε αφθονία. Τα αρχεία του δέκατου έβδομου αιώνα πιστοποιούν ότι το ελαιόλαδο του Αγίου Δονάτου έφθανε στην κουζίνα του αυτοκρατορικού παλατιού, όπως και τα αλβανικά τυριά, οι ελιές και το ρύζι.(36) Συνεπώς, το σχόλιο του Evliya Celebi ότι οι ελιές του Αγίου Δονάτου ήταν ανώτερης ποιότητας από εκείνες της Κορώνης, της Συροπαλαιστινιακής ακτής και του Καραμπουρνού, έτσι ώστε άνθρωποι του σουλτάνου να έρχονταν κάθε χρόνο για να τις συλλέγουν, μπορεί να συνδεθεί με την προμήθεια του παλατιού. Το σαλμανέ του 1308 (1892-1893) δείχνει ότι δεν υπήρχαν δάση στα γύρω βουνά. Η βλάστηση αποτελούνταν από βελανιδιές και θάμνους και υπάρχουν δύο λιβάδια. Εκτός από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, οι κάτοικοι απασχολούνταν ως σιδηρουργοί, υφαντουργοί και κατασκευαστές κεραμιδιών. Τα κεραμίδια ήταν μεταξύ των εξαγωγών της περιοχής. Με βάση τα στοιχεία του σαλμανέ του 1306 (1890-1891), από το συνολικό ποσό του φόρου, 990.171 γρόσια ακαθάριστα, ο φόρος επί του ζωικού κεφαλαίου (αιγοπρόβατα) αντιπροσώπευε το υψηλότερο ποσοστό (30%), μια εύγλωττη μαρτυρία του σημαντικού ρόλου των αυξανόμενων αποθεμάτων στην οικονομία του καζά.

Στο Παράρτημα ΙΙΙ παρουσιάζονται στοιχεία σχετικά με τα πολλά διαφορετικά καταστήματα στην πόλη του Αγίου Δονάτου (Εικ. 2), η οποία ήταν επίσης η έδρα του kaymakamlik με διεύθυνση οικονομικών υπηρεσιών, κτηματολογική υπηρεσία και διάφορα δικαστήρια (Ser-i Mahkeme, Mahkeme Bidayet Dairesi). Ο Μουφτής, το τετραμελές Δημοτικό Συμβούλιο (Belediye) και το Διοικητικό Συμβούλιο (Meclis-i idare), όπως και τέσσερα μέλη, τρία από τα οποία ήταν μουσουλμάνοι, διοικούσαν την πόλη. Ο Άγιος Δονάτος φιλοξενούσε επίσης την επισκοπική έδρα της Παραμυθιάς. Στο σαλμανέ του 1872-1873 αναφέρεται το όνομα του επίσκοπου Ανθίμου, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον επόμενο Πατριάρχη Άνθιμο VII. Η επισκοπή Παραμυθιάς, η οποία περιλάμβανε και τη βραχύβια επισκοπή του Γηρομερίου, αναβαθμίστηκε σε μητρόπολη τον Ιούνιο του 1895, κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του Άνθιμου Β ', ο οποίος κατάγονταν από την Πλεισιβίτσα του Φιλιάτι.(37) Το 1893 άγνωστοι έβαλαν φωτιά στην κατοικία του επίσκοπου Παρθένιου και οι αρχές διέταξαν έρευνα για να βρουν τους εμπρηστές (38). Το 1890 οι υπηρεσίες της Aγίου Δονάτου περιλάμβαναν τηλεγραφικό γραφείο, ταχυδρομείο, αστυνομικό τμήμα, τελωνείο και υποκατάστημα του μονοπωλίου καπνού (Regie), (39) ενώ από το 1910 λειτουργούσε εκεί ένα υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας (Ziraat Bankasi) και μια δημοτική κλινική εξωτερικών ιατρείων.(40)


Εικ. 2. Άποψη της πόλης της Παραμυθιάς με το τζαμί του στο βάθος (F. Boissonas 1913, Thesprotia 2004, 84).

 

Η πόλη είχε τέσσερα δημοτικά σχολεία (mekteb-i sibyari) - ένα ανήκε στη χριστιανική κοινότητα - και ένα γυμνάσιο (mekteb-i rusdiye). Το σαλμανέ του 1288 (1872-1873) αναφέρει 160 μαθητές στην πόλη του Aγίου Δονάτου, συμπεριλαμβανομένων 100 μουσουλμάνων.(41) Τα επόμενα χρόνια ιδρύθηκαν άλλα σχολεία και δημιουργήθηκε μια τετραμελής επιτροπή (επιτροπή maarif) για την επίβλεψή τους (42). Η διαχείριση των σχολείων καλύπτονταν από εισφορές των κατοίκων. Δημοτικά σχολεία είχαν χτιστεί επίσης σε διάφορα χωριά, όπως το Καραμπουνάρ (Καρβουνάρι). Το 1907 το σχολείο στεγαζόταν σε ξύλινο κτίριο, αφού το πρώην κτίριο είχε καταστραφεί από τον σεισμό του 1895. (43) Πολλά έγγραφα αναφέρονται στις ζημιές που προκλήθηκαν από αυτό το σεισμό σε σπίτια και καταστήματα στις περιοχές Μαργαριτίου και Παραμυθιάς. Το οθωμανικό κράτος διέθετε δεκάδες στρατεύματα και εξασφάλιζε χρήματα για την ανέγερση προσωρινών καταφυγίων για να στεγάσει τον πληθυσμό.(44) Το 1851, υπήρξε εξίσου αντίστοιχος καταστρεπτικός σεισμός.(45)

Σύμφωνα με τα στοιχεία του σαλμανέ 1288 (1872-1873), υπήρχαν 2.570 σπίτια στην περιοχή Aγίου Δονάτου και ο πληθυσμός ήταν 11.900 κάτοικοι - 3.900 από αυτούς μουσουλμάνοι (33%) και 8.000 χριστιανοί (67%). Το 1890 ο πληθυσμός της πόλης του Aγίου Δονάτου καταχωρήθηκε ως 2.006 κάτοικοι, εκ των οποίων πάνω από τους μισούς Μουσουλμάνοι (1.134). Στο σαλμανέ του 1895  καταχωρούνται 2.633 σπίτια κατανεμημένα στους 62 οικισμούς του καζά, με συνολικό πληθυσμό 14.648 κατοίκους, αλλά δεν κάνει αναφορά στην εθνοτική τους σύνθεση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι οικισμοί ταξινομήθηκαν σύμφωνα με το καθεστώς μίσθωσης, 50 τσιφλίκια και 12 ελεύθεροι οικισμοί. Πριν από μισό αιώνα, σύμφωνα με τον Π. Αραβαντίνο, είχαν καταχωρηθεί πέντε ελεύθερα χωριά, 52 τσιφλίκια και οκτώ muaceles. Εάν η κατανομή αυτή συνδυάζεται (βλέπε Παράρτημα Ι) με τα στοιχεία που αναφέρονται επίσης στο Χρονικό του (1856), σχετικά με τη γλώσσα και τη θρησκευτική ταυτότητα των χωρικών, τότε το ποσοστό των τσιφλικιών (92%), όπως ο Μ. Κοκολάκης σωστά παρατηρεί, δείχνει ότι η διαδικασία δημιουργίας των τσιφλικιών έπληξε πρώτα τις περιοχές που κατοικούσαν οι Χριστιανοί.(46) Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες που συγκέντρωσε η Βάσω Ψιμούλη για τη διαδικασία δημιουργίας ισχυρών οικογενειών, οι οποίες από τους διαχειριστές φόρων, όπως η οικογένεια των Προνιάτων στην Παραμυθιά, έγιναν κάτοχοι τσιφλικιών, συγκεντρώνοντας πλούτο καθώς και πολιτική και στρατιωτική δύναμη.(47)

Σύμφωνα με ελληνικές πηγές, το 1902 ο πληθυσμός της επαρχίας Παραμυθίας ήταν 15.000 κάτοικοι (9.000 χριστιανοί και 6.000 μουσουλμάνοι) .(48) Το 1905, σύμφωνα με τις οδηγίες της οθωμανικής κυβέρνησης, οι ορθόδοξοι Χριστιανοί έπρεπε να κατατάσονται σε τέσσερις εθνικές κατηγορίες: Έλληνες Ορθόδοξοι, Βούλγαροι Ορθόδοξοι, Βόσνιοι Ορθόδοξοι, Αλβανοί Ορθόδοξοι. Με αυτή τη διάκριση η Υψηλή Πύλη αποσύνδεσε από την γενική κατηγορία του Ελλήνων Ορθοδόξων τους Αλβανόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς της Ηπείρου.(49) Η εθνική σύνθεση του πληθυσμού της Παραμυθίας, με βάση τις σύγχρονες ελληνικές εκτιμήσεις, ήταν: (50)

 

Ελληνόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι                                                                      8.500

Αλβανόφωνοι και συγχρόνως Ελληνόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι        1.500

Σύνολο                                                                                                                             10.000

Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι                                                                                   1.000

Αλβανόφωνοι και συγχρόνως Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι                      4.000

Γενικό Σύνολο                                                                                                               15.000

                                                                                                           

 

Ο καζάς του Φιλιάτι

 

Ο καζάς του Φιλιάτι (Φιλιάτες) συνορεύει προς τα ανατολικά με το καζά των Ιωαννίνων και του Πωγωνίου και περιβρέχεται προς τα δυτικά από την Αδριατική Θάλασσα (Εικ. 3). Στα νότια είναι ο καζάς του Μαργαριτίου και του Αγίου Δονάτου, και στα βόρεια είναι ο καζάς του Αργυροκάστρου. Η περιοχή κατακτήθηκε από τον Σουλτάνο Μουράτ Β' και εντάχθηκε στο βιλαέτι της Βαγενετίας το 1431. Στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν ναχιγιέ στο σαντζάκι του Δελβίνου, με το όνομα Παρακαλάμος, (51) τουλάχιστον μέχρι τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης. (52) Από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα εγγράφεται ως καζά του βιλαέτι Αργυροκάστρου (53) και το 1872 μεταγράφτηκε στο βιλαέτι  των Ιωαννίνων (54), όπου παρέμεινε μέχρι την ένταξή του στο σαντάκι του Ρεσαντιγιέ (σαντζάκι της Τσαμουριάς) το 1910. Στα έγγραφα του δέκατου ένατου αιώνα ο καζάς του Φιλιάτι φαίνεται να περιλαμβάνει μια μικρότερη διοικητική περιοχή, το ναχιγιέ της Σαγιάδας.(55) Η Σαγιάδα ήταν λιμάνι εξαγωγών από το οποίο εξάγονταν προϊόντα από την περιοχή. Ο Evliya Celebi υπογραμμίζει τη σημασία του για το διαμετακομιστικό εμπόριο στην περιοχή Ιωαννίνων καθώς και για πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, η Λάρισα (Yenisehir) και τα Τρίκαλα και αναφέρει την παρουσία ενετού προξένου.(56) Η Γαλλία είχε διατηρήσει ένα προξενείο στη Σαγιάδα από το 1695, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των εμπορικών της σχέσεων με την περιοχή, πριν το μεταφέρει στην Άρτα. (57)

Από τους 66 οικισμούς που καταχωρήθηκαν στο σαλμανέ του 1308 (1892-1893), 39 είναι χωριά τσιφλίκια και 25 ελεύθερα χωριά. Ο καζάς είχε μια πλούσια παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Ωστόσο, η κύρια πηγή εισοδήματος ήταν η κτηνοτροφία. Ο πληθυσμός ασχολούνταν με την αμπελουργία και την ελαιοκαλλιέργεια, παράλληλα με την καλλιέργεια σιτηρών και τη φροντίδα των εσπεριδοειδών. Η γη ήταν εύφορη λόγω των προσχώσεων των ποταμών Καλαμά και Σαλίσι και των παραποτάμων τους. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα υπήρχαν 35 μύλοι που λειτουργούσαν κατά μήκος των ακτών τους. Η περιοχή εξήγαγε βελανίδια και φυτικές βαφές, επεξεργασμένο μαλλί, κατασκευασμένα χαλιά, κάλτσες μάλλινες, κάπες και διάφορα άλλα. Τα προϊόντα εξάγονταν στην Κωνσταντινούπολη, την Κέρκυρα και την Τεργέστη. Τα δάση ήταν γεμάτα θηράματα και στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα οι κυνηγοί προερχόταν από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και άλλες χώρες, όπως αναφέρεται στο σαλμανέ για το 1308 (1892-1893) και από τα οθωμανικά έγγραφα.(58) Οι αλυκές της Σαγιάδας παρήγαγαν 800.000 οκάδες αλάτι κάθε χρόνο (59) το οποίο εξάγονταν κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έχει εγκαταστήσει έναν πράκτορα στη Σαγιάδα από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα για να διαπραγματεύεται και να οργανώνει εμπορικές συναλλαγές(60). Και στον καζά του Φιλιάτι, τα υψηλότερα φορολογικά έσοδα προέρχονταν από την αύξηση των αποθεμάτων. Η δεύτερη πηγή εσόδων ήταν οι πληρωμές έναντι της στρατιωτικής θητείας (jbedel-i askeri). Επομένως, ίσως οικονομικοί λόγοι, εκτός από τους πολιτικούς, ήταν στη βάση του γεγονότος ότι οι Ορθόδοξοι Ρωμιοί του Φιλιάτι και του Μαργαρίτι δεν γίνονταν δεκτοί στο στρατό, ούτε ως βοηθητικοί. (61) Αντί να κατατάσσονταν, πλήρωναν το ισοδύναμο της στρατιωτικής τους θητείας. Στα έγγραφα που έχουμε εντοπίσει, διαμαρτύρονται ότι έχουν αποκλειστεί από το στρατό. Το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 επέτρεψε τη χρήση της αλβανικής γλώσσας και το άνοιγμα αλβανικών σχολείων και ενθάρρυνε επίσης την ίδρυση αλβανικών λεσχών.


Eικ. 3. Στρατιωτικός Χάρτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1870 που δείχνει την Τσαμουριά στα νότια από τις όχθες του Αχέρωντα  ποταμού μέχρι και βόρεια από τις όχθες του ποταμού Καλαμά

 

 

Στο αρχειακό υλικό που επεξεργαστήκαμε από τον δέκατο ένατο αιώνα, το 1866 (63) υπάρχουν συγκρούσεις στις σχέσεις μεταξύ κατόχων τσιφλικιών και αγροτών στον καζά. Υπάρχουν πολλές αναφορές για την αλβανική αγριότητα κατά των χριστιανικών και μουσουλμανικών χωριών και υπάρχουν μαρτυρίες των προσπαθειών των οθωμανικών αρχών να κατασχέσουν τα όπλα από τα χέρια των ληστών, προκειμένου να αποφευχθεί η βία. Ήδη στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα ο J. Cam Hobhouse είχε διαπιστώσει ότι οι Χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί ήταν οπλισμένοι. Άλλοι ταξιδιώτες, όπως ο H. Holland και ο F. Pouqueville, σημειώνουν το βαθύτατο μίσος και τις ασυμβίβαστες εχθροπραξίες που κυριαρχούν μεταξύ των φυλών στο ίδιο χωριό ή μεταξύ δύο γειτονικών χωριών.(64) Με το πρόσχημα ότι προστατεύονται από επιθέσεις ληστών, χρησιμοποίησαν όπλα για να επιλύσουν τις εθνοτικές και θρησκευτικές τους διαφορές.(65) Τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων, το ελληνικό κράτος, με ένα διάβημά του στις αρχές του Φιλιάτι, ζήτησε την κατάσχεση των όπλων από τα χέρια των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, προκειμένου να αποτρέψει την πιθανότητα να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις συμμορίες των συμπατριωτών τους από το Μαργαρίτι και να τις χρησιμοποιήσουν ενάντια στο ορθόδοξο στοιχείο.(66) Δεν λείπουν αναφορές στα έγγραφα στις διαφορές μεταξύ μουσουλμανικών και χριστιανικών χωριών, όπως αυτό στις αρχές του εικοστού αιώνα στο χωριό Κότσικα, το οποίο κατοικούνταν από Αλβανούς μουσουλμάνους, και την Πλεισιβίτσα, που κατοικούνταν από ορθοδόξους ρωμιούς.(67)

Στην πόλη Φιλιάτες, έδρα του καϊμακάμη, υπήρχαν οι ίδιες υπηρεσίες και αρχές που αναφέρθηκαν παραπάνω για το Άγιο Δονάτο. Σύμφωνα με το σαλμανέ του 1288 (1872-1873) υπήρχαν 100 καταστήματα, δύο τζαμιά και 250 σπίτια και ο πληθυσμός ήταν 1.240 κάτοικοι. Μέχρι το 1306 (1890-1891) ο πληθυσμός είχε αυξηθεί σε 1.576 κατοίκους, με συντριπτική πλειοψηφία των Μουσουλμάνων (μόνο 434 Χριστιανοί). Η πόλη είχε ένα δημοτικό σχολείο και ένα δευτεροβάθμιο σχολείο, καθώς και δύο μουσουλμανικά ιεροδιδασκαλεία (medrese), τα οποία διατηρούσαν από ένα βακούφικο.(68) Σχολεία υπήρχαν επίσης στο Σάλεσι, Λιόπσι, Λύκου, Aχούρια και Koνίσπολη.

Το 1902 ο πληθυσμός της επαρχίας του Φιλιάτι ήταν 25.000 κάτοικοι - 15.000 Έλληνες Χριστιανοί και 10.000 Μουσουλμάνοι. Το 1905 προσδιορίστηκαν αριθμητικά αντιστοίχως ως Ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και Αλβανοί Μουσουλμάνοι, που μιλούσαν ελληνικά και αλβανικά.(69) Μέχρι αυτή την περίοδο τα χωριά Βέρβα, Γιάναρη, Καρόκη, Κονίσπολη, Μαρκάτι, Ινάτι, Ντισάτι, Σάλεσι και Τούσα τσιφλίκι, από τον καζά του Φιλιάτι, υπήχθησαν στην Αλβανία.(70)

 

Καζάς Μαργαριτίου

Τον 19ο αιώνα ανήκε στο σαντζάκι της Πρέβεζας, (71) συνόρευε προς τα ανατολικά με τις επαρχίες Πρέβεζας και Αγίου Δονάτου, στα βόρεια με το καζά του Φιλιάτι, στα δυτικά και τα νότια με το Ιόνιο Πέλαγος, και περιλάμβανε δύο ναχιγιέ, της Πάργας και του Φαναρίου. (72) Ο καζάς του Μαργαριτίου δημιουργήθηκε από το ναχιγιέ του Mαζαράκι, που με τη σειρά του ανήκε στο σαντζάκι  του Δελβίνου.(73) Στο σαλμανέ του 1308 (1892-1893) ο πληθυσμός της περιοχής Μαργαριτίου ήταν γνωστοί ως Αλβανοί, με καταγωγή από την φυλή των Τσάμηδων. Η ίδια πηγή παρέχει επίσης τις πληροφορίες ότι υπήρχαν στο Μαργαρίτι ερείπια ενός αρχαίου κάστρου, καθώς και δύο άλλα κάστρα που χτίστηκαν από τον σουλτάνο Bayezid II και τον Αλή Πασά.  Κάστρα υπήρχαν επίσης στα χωριά Κορώνη, Γλυκή, Κούτσι (Πολυνέρι), Γράβα (Βουνοσπηλιά) και τέλος στο Καστρί, πρωτεύουσα του ναχιγιέ του Φαναρίου, για να ελέγχει την περιοχή. Τα παλαιότερα τζαμιά του Μαργαριτίου χτίστηκαν από τον Bayezid II, (74) και τα πιο πρόσφατα από τον βαλή των Ιωαννίνων Mουσταφα Nuουρί Πασά και τους αγάδες του Mαργαριτίου, Aλή Τσαπάρα και Χουσείν Τσελεμπί. Υπήρχε επίσης ένα ιεροδιδασκαλείο (medrese), που ιδρύθηκε από τον Πιρί Πασά, (75) και υπήρχαν 24 βρύσες. Ο Ε. Ayverdi συνέταξε κατάλογο μουσουλμανικών μνημείων στο καζά. (76)

Όπως αναφέρθηκε ήδη, η περιοχή Μαργαριτίου ελέγχονταν από την οικογένεια Τσαπάρα. Οι βενετσιάνικες πηγές καταγράφουν την ληστροκρατία των μελών αυτής της οικογένειας, του Aγά Σουλεϊμάν και του γιου του Χασάν και τις επιδρομές τους κατά του Σούλι και της Πρέβεζας. Παρέχονται επίσης λεπτομέρειες για τη συμμαχία τους με τον τουρκο-αλβανό αγά Πρόνιο, της Παραμυθιάς, το 1772, με σκοπό την εξόντωση των Σουλιωτών, οι επιθέσεις των οποίων έπληξαν και στέρησαν τα έσοδα των χωριών υπό την δικαιοδοσία των αγάδων της Παραμυθιάς, του Μαργαριτίου και των Ιωαννίνων. Οι Βενετοί, πιστοί σύμμαχοι του χριστιανικού Σουλίου, το υποστήριζαν με χρήματα και πυρομαχικά, εξασφαλίζοντας έτσι από ξηράς τα άλλα δύο χριστιανικά λιμάνια που βρίσκονταν στην κατοχή τους, την Πρέβεζα και την Πάργα. Το 1789 οι Τσαπαραίοι συμμάχησαν με τον Αλή Πασά και τους αγάδες της Παραμυθιάς και επιτέθηκαν στο Σούλι ξεκινώντας έναν πόλεμο που κράτησε μέχρι το 1792.(78) Το 1794 το οθωμανικό κράτος, φοβούμενο από αυτή την επιθετική δραστηριότητα των αγάδων του Μαργαριτίου, ζήτησε από τον Ενετό Γενικό Προβλεπτή να μην προμηθεύσει τους Τσαπαραίους με πυρομαχικά και πλοία επειδή επετίθεντο στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (79)

Αυτή η ισχυρή οικογένεια του Μαργαριτίου επιβουλεύονταν όχι μόνο την πεδιάδα αλλά και το λιμάνι της Πάργας, που είχε την αποκλειστικότητα στις εμπορικές συναλλαγές της περιοχής. (80) Ο Γάλλος προξενικός αντιπρόσωπος στην Άρτα, Jerome Dupre, παρατήρησε στα τέλη του 18ου αιώνα ότι οι μικρότεροι τσιφλικάδες του Mαργαριτίου εξαρτιόνταν από τον αγά Χασάν Τσαπάρα, που αποδείκνυε την παντοδυναμία της οικογένειας στην περιοχή (81). Ήταν οι κύριοι σύμμαχοι και υποστηρικτές του Aλή στον αποκλεισμό του Σούλι το 1802 και στη διάλυση των τεσσάρων χωριών του  το 1804. Τρία χρόνια αργότερα ο Αλή ανάγκασε τους Προνιάτες και τους Τσαπαραίους να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και να αναζητήσουν καταφύγιο στα Ιόνια νησιά και από εκεί να ενταχθούν στον Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου, στο πλευρό του οποίου παρέμειναν μέχρι την πτώση του πασά των Ιωαννίνων.(82) Οι Τσαπαραίοι διατήρησαν την εξουσία τους ως φορολογικοί συλλέκτες και κάτοχοι τσιφλικιών στην περιοχή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Το έγγραφο του 1909 αναφέρεται στην κατάσχεση και παραχώρηση του τσιφλικιού της Γκορίτσας.(83)

Στα νότια και στα πεδινά του καζά του Μαργαριτίου η ισχυρή οικογένεια Ντίνο από την Πρέβεζα είχε περιουσιακά στοιχεία, τσιφλίκια και muacele. Ο πύργος της οικογένειας Ντίνο στο χωριό Λιόπσι υπήρχε μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα οθωμανικά έγγραφα της εποχής αναφέρονται ως Arnavutluk Camlik hamedan (84)και από την οικογένεια αυτή  προέρχεται ο Aμπεντίν Ντίνο Πσά (1843-1906), ο Βαλής του Aρχιπελάγους, (85)  ο Aλή Ντίνο (1891-1938), ο κοινοβουλευτικός εκρόσωπος της Πρέβεζας στο Προοδευτικό Κόμμα Παπαναστασίου, γελοιογράφος σε καθημερινές εφημερίδες, και τον αδελφό του Aμπεντίν Ντίνο, ζωγράφο. Ο Μαζάρ και ο Νούρι Ντίνο, που κατά τα έτη μεταξύ των δύο πολέμων πολέμησαν για την προσάρτηση της Τσαμουριάς στην Αλβανία, ανήκαν επίσης στην ίδια φεουδαρχική οικογένεια.(86)

Σύμφωνα με τα στοιχεία του πληθυσμού για το έτος 1870-1871, το 80% των κατοίκων του καζά ήταν μουσουλμάνοι και το ποσοστό αυτό διατηρήθηκε για το υπόλοιπο του δέκατου ένατου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Το 1895, υπολογίστηκαν 5.224 οικογένειες (23.955 κάτοικοι). Το Παράρτημα Ι δείχνει ότι το Μαργαρίτι, η Αρπίτσα (Πέρδικα),  η Πάργα και το Μαζαράκι ήταν οι πολυπληθέστεροι οικισμοί. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, σύμφωνα με πληροφορίες του Π. Αραβαντινού, από συνολικά 43 οικισμούς, 11 ήταν τσιφλίκια και 32 ήταν χωριά ελεύθεροι (karye). Οι τελευταίοι, όπως μπορεί να φανεί, ήταν είτε καθαρά μουσουλμανικοί είτε είχαν μουσουλμανική πλειοψηφία. Τα έγγραφα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα αντικατοπτρίζουν τη βία που διαπράττεται κατά του χριστιανικού στοιχείου (87) και την ανάγκη για περαιτέρω μέτρα επιβολής της τάξης στον καζά του Μαργαριτίου, όπου οι συμμορίες των ληστών ήταν εν δράσει. Για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο αυτών των καταστάσεων, οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι έπρεπε να εφοδιαστούν με όπλα.(88) Σε όλες τις απογραφές, ο μουσουλμανικός πληθυσμός του Μαργαριτίου φαίνεται να ξεπερνά τον πληθυσμό του χριστιανικού κατά πολύ. Η έκθεση του Φραγκούδη, που συντάχθηκε για το περιοδικό L΄Orient Chretien το 1866, αναφέρει 1.316 τούρκικες και 810 χριστιανικές οικογένειες.(89) Το 1905, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Χ. Χρηστοβασίλη, από τους 9.000 χριστιανούς κατοίκους, μόνο 4.500 ήταν ελληνόφωνοι, ενώ ο αριθμός των Αλβανοφώνων μουσουλμάνων έφτασε τις 15.000. Το 1895, στο μνημόνιο του Έλληνα γενικού προξένου στην «Επιτροπή για την Ενίσχυση της Εκπαίδευσης και της Εκκλησίας», είπε ότι στην πρωτεύουσα του καζά, το Μαργαρίτι, υπήρχαν μόνο 15 χριστιανικές οικογένειες και ότι δεν μπόρεσαν να πληρώσουν για την διατήρηση ενός ιερέα.(90) Επίσης στους στατιστικούς πίνακες του Π. Αραβαντινού, το Μαργαρίτι παρουσιάζεται ως να κατοικείται από 100 μουσουλμανικές οικογένειες και μόνο 19 χριστιανικές. (91)

Η κύρια πηγή εισοδήματος ήταν η παραγωγή ελαιολάδου. Τα δημητριακά καλλιεργούνταν στα τσιφλίκια και παράγωνταν καλής ποιότητας γαλακτοκομικά προϊόντα. Η περιοχή εξήγαγε μαλλί, κιλίμια, χαλιά, κάλτσες από μαλλί, κάπες και 800.000 oκάδες βελανίδια. Τα προϊόντα μεταφέρονταν με ζώα και σκάφη κατά μήκος του δικτύου ποτάμιων οδών. Οι εξαγωγές πραγματοποιούνταν μέσω των λιμένων Ηγουμένιτσας, Πλαταριάς, Μούρτου (Σύβοτα) και Αρπίτσας (Πέρδικα). Το Μαργαρίτι, έδρα ενός καϊμακάμη, είχε ένα δημαρχείο και διάφορες υπηρεσίες που οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις επέβαλλαν σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Υπήρχαν μουσουλμανικά δημοτικά σχολεία, ένα δευτεροβάθμιο σχολείο (Rus diye mektebi) και ένα γυμνάσιο (mekteb-i ibtida), το οποίο εποπτεύονταν από τετραμελή επιτροπή (maarif komisyonu) .(92)  Υπήρχαν επίσης σχολεία στα χωριά Λιγοράτι (Καταβόθρα) Πέρδικας, Γκραικοχώρι, Μαζαράκι, Βάρφανη (Παραπόταμος), Κούτσι (Πολυνέρι) και Πάργα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χριστοβασίλη, (93) το 1902 υπήρχαν 19.500 Αλβανοί που ζούσαν στην επαρχία Μαργαριτίου και 4.500 Έλληνες. Όσον αφορά τη θρησκεία, υπήρχαν 15.000 μουσουλμάνοι και 9.000 χριστιανοί (4.500 Έλληνες και 4.500 Αλβανοί). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το 1905 οι 24.000 κάτοικοι του καζά κατανεμήθηκαν ως εξής: (94)

 

Ελληνόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδολοι                                                     4.500

Ελληνόφωνοι και Αλβανόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι                                4.500

Σύνολο                                                                                                                 9.000

Αλβανόφωνοι και συγχρόνως Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι      6.000

Σύνολο                                                                                                             15.000

 

Ο αλβανικός χαρακτήρας της κυρίαρχης φεουδαρχικής τάξης, σε συνδυασμό με τον συνοριακό χαρακτήρα της περιοχής και την ετερογένεια του πληθυσμού (Έλληνες, Αλβανοί, Σλάβοι, Βλάχοι), δημιούργησαν συνεχώς ισχυρές κοινωνικές αντιθέσεις και εθνοθρησκευτικές αντιπαλότητες. Αυτές οι αντιπαλότητες ενισχύθηκαν από τη συνεχή αβεβαιότητα σχετικά με το πολιτικό μέλλον της περιοχής, μέχρι την εποχή των βαλκανικών πολέμων, όταν η Τσαμουριά προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος. Έτσι η ιστορία της περιοχής εισήλθε σε μια άλλη φάση, τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το πλαίσιο της ανεπιτυχούς διαδικασίας ενσωμάτωσης των Μουσουλμάνων Τσάμηδων  στην ελληνική κοινωνία, με την γνωστή δραματική κορύφωση στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη ναζιστική κατοχής της Ελλάδας.

 

Τελικές παρατηρήσεις

Η Τσαμουριά είναι ένα καλό πεδίο παρατήρησης για την παρακολούθηση του ρόλου των αλβανικών φυλών στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των υπηρεσιών τους και του δικτύου των σχέσεών τους με την Υψηλή Πύλη. Η παρατήρηση της Gergana Georgieva, σύμφωνα με την οποία τα σύνορα των διοικητικών περιοχών της Αρβανιτιάς καθορίστηκαν με βάση την εκμισθωμένη ιδιοκτησία αλβανών μπέηδων και ευγενών της περιοχής, "που κυβερνούσαν την περιοχή ως νόμιμοι κυβερνήτες, mutasarrifs, ακόμη και σε παλαιότερες περιόδους" εφαρμόζονταν και στην περιοχή της Τσαμουριάς. Αυτές οι σφαίρες επιρροής ήταν πραγματικά κληρονομικές και οι παλιές Αλβανικές οικογένειες έγιναν τοπικοί δυνάστες της εξουσίας.(95) Όλος ο φεουδαρχικός αυτός μικρόκοσμος βρισκόταν σε μια συνεχή κατάσταση εχθρότητας και αναταραχής. Οι αγάδες, οι μπέηδες και οι οθωμανοί αξιωματούχοι συναγωνίζονταν και πολεμούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους. «Το δίκαιο του ισχυροτέρου υπερισχύει πάντοτε» και ο πόλεμος ήταν ο μοναδικός τρόπος επίλυσης όλων των διαφορών. Ο χριστιανός και ο μουσουλμάνος κάτοικος που υπέφερε, αντιστεκόμενος στην οργή του νικητή, παρέμεινε χωρίς σπίτι και αγρούς, μετατράπηκε από τον ιδιοκτήτη σε μισθωτή ή υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα των προγόνων του, όπως στην περίπτωση των Σουλιωτών. Ο αλβανικός χαρακτήρας της κυρίαρχης φεουδαρχικής τάξης, σε συνδυασμό με τον συνοριακό χαρακτήρα της περιοχής και την ετερογένεια του πληθυσμού (Έλληνες, Αλβανοί, Σλάβοι, Βλάχοι), δημιούργησαν συνεχώς ισχυρές κοινωνικές αντιθέσεις και εθνοθρησκευτικές αντιπαλότητες. Αυτές οι αντιπαλότητες ενισχύθηκαν από τη συνεχή αβεβαιότητα σχετικά με το πολιτικό μέλλον της περιοχής, μέχρι την εποχή των βαλκανικών πολέμων, όταν η Τσαμουριά προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος. Έτσι η ιστορία της περιοχής εισήλθε σε μια άλλη φάση, τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το πλαίσιο της ανεπιτυχούς διαδικασίας ενσωμάτωσης των Μουσουλμάνων Τσάμηδων  στην ελληνική κοινωνία, με την γνωστή δραματική κορύφωση στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη ναζιστική κατοχή της Ελλάδας. Ο αλβανικός χαρακτήρας της κυρίαρχης φεουδαρχικής τάξης, σε συνδυασμό με τον συνοριακό χαρακτήρα της περιοχής και την ετερογένεια του πληθυσμού (Έλληνες, Αλβανοί, Σλάβοι, Βλάχοι), δημιούργησαν συνεχώς ισχυρή κοινωνικές αντιθέσεις και εθνοθρησκευτικές αντιπαλότητες. Αυτές οι αντιπαλότητες ενισχύθηκαν από τη συνεχή αβεβαιότητα σχετικά με το πολιτικό μέλλον της περιοχής, μέχρι την εποχή των βαλκανικών πολέμων, όταν η Τσαμουριά προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος. Έτσι η ιστορία της περιοχής εισήλθε σε μια άλλη φάση, τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το πλαίσιο της ανεπιτυχούς διαδικασίας ενσωμάτωσης των Μουσουλμάνων Τσάμηδων  στην ελληνική κοινωνία, με την γνωστή δραματική κορύφωση στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη ναζιστική κατοχή της Ελλάδας.

 [ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Μετάφραση επιμέλεια προσαρμογής, Αντώνης Γκίνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: